Μια φορά και έναν καιρό σε ένα μικρό χωριό της Ελλάδας , ζούσε ένα αγόρι που το έλεγαν Διονύση.
Ο Διονύσης είχε ένα φίλο, τον Θεοδόση. Και τα δύο αγόρια ζούσαν στο ίδιο χωριό, πήγαιναν στο ίδιο σχολείο, διάβαζαν μαζί τα μαθήματά τους και μετά έπαιζαν το αγαπημένο τους παιχνίδι. Και μην φανταστείτε παιδιά, ότι το αγαπημένο τους παιχνίδι ήταν το ποδόσφαιρο. Όχι. Ο Διονύσης και ο Θεοδόσης, αγαπούσαν να παίζουν κρυφτό.
Μια μέρα λοιπόν, ο Διονύσης και ο Θεοδόσης ζήτησαν την άδεια πό τους γονείς τους να πάνε στον παραπλήσιο λόφο του χωριού για να παίξουν.
Οι γονείς τους , τούς έδωσαν την άδεια και τους είπαν να προσέχουν και μην αργήσουν να γυρίσουν πίσω στο σπίτι. Έτσι τα δύο παιδιά ανέβηκαν στο λόφο και άρχισαν να παίζουν κρυφτό . Εκεί λοιπόν που έπαιζαν είδαν ένα χελιδόνι να περνά από δίπλα τους και θυμήθηκαν ένα τραγούδι που είχαν μάθει στο σχολείο.
Το τραγούδι έλεγε:
«Γύρισε πια ξενιτεμένο, δως μας και πάλι τη γλυκιά σου τη λαλιά,
ω χελιδόνι αγαπημένο δως μας και πάλι τη χαρά.
Έλα τραγούδησε μαζί μας, όλα της Άνοιξης τα κάλη τα ανθηρά
Και φτέρωσέ μας την ψυχή μας,
δως μας και πάλι τη χαρά.
Έλα λοιπόν σε καρτερούμε,
το μαγεμένο σου τραγούδι να μας πεις,
έλα να ξαναβρούμε την ομορφιά της Άνοιξης».
Μετά τα παιδιά συνέχισαν το κρυφτό τους.
Κάποια στιγμή που τα φύλαγε ο Θεοδόσης και αφού είπε:
-«Ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, φτου και βγαίνω» άνοιξε τα μάτια του και είδε ότι ο φίλος του δεν έκανε κανένα κόπο να βρει ένα μέρος να κρυφτεί. Τότε ρώτησε:
-«Έ, φίλε τι τρέχει και δεν θέλεις να συνεχίσουμε το παιχνίδι;»
-«Είδα ένα βράχο με μια σχισμή όχι και τόσο μεγάλη» απάντησε ο Διονύσης και ο φίλος του ο Θεοδόσης πρότεινε:
-«Δεν είναι και τόσο καλή ιδέα να μπούμε μέσα στο βράχο για να τον εξερευνήσουμε. Το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να πάμε πίσω στο χωριό και να ενημερώσουμε τους γονείς μας».
Έτσι τα δύο παιδιά πήγαν στο σπίτι τους και μίλησαν στους γονείς μας για τον βράχο που είχαν βρει.
Ο πατέρας του Διονύσει είχε ακούσει διάφοορες ιστορίες γι αυτόν τον βράχο . Κάποοι βοσκοί έλεγαν ότι άκουγαν από μέσα του γυναικεία γέλια, άλλοι πάλι έλεγαν ότι άκουγαν μουσική, αλλά κανένας μα κανένας δεν τολμούσε να μπεί μέσα στο βράχο.
«Εγώ είχα ακούσει από την προγιαγιά μου, ότι εκεί κατοικούσαν νεράιδες και πως όποιος πήγαινε να τις ενοχλήσει, τού έκλεβαν τη φωνή» είπε η μητέρα του Θεοδόση.
Τα παιδιά άκουγαν με μεγάλη προσοχή όλα όσα έλεγαν οι γονείς τους γι αυτόν το βράχο και η επιυμία τους να τον εξερευνήσουν γίνονταν όλο και μεγαλύτερη.
Τότε ο πατέρας του Διονύση είπε:
-«Παιδιά, παιδιά αυτή την εξερεύνηση είναι καιρός να την κα΄νουμε. Πρέπει ακριβώς να μάθουμε τι κρύβει αυτός ο βράχος μέσα στα σπλάχνα του».
-«Γιούπι, γιούπι, γιούπι!» φώναξαν τα παιδιά κατενθουσιασμένα.
Οι γονείς των παιδιών έφτιαξαν ένα πρόχειρο σχέδιο με τον τρόπο που θα συνεργάζονταν για την εξερεύνηση.
Ο πατέρας του Διονύση θα φύλαγε έξω από το βράχο και ο πατέρας του Θεοδόση με τα δύο παιδιά θα έμπαιναν στο εσωτερικό του βράχου για να δουν τι υπάρχει εκεί. Μαζί τους θα έπαιρναν ένα σχοινί, ένα φανάρι, ψωμί και νερό.
Πράγματι, την επόμενη μέρα όλοι τους ξεκίνησαν πρωί –πρωί από το χωριό για ν ανέβουν στο βράχο και να τον εξερευνήσουν.
Όταν έφτασαν εκεί, τα παιδιά ετοιμάστηκαν και μπήκαν μέσα στο βράχο. Ο χώρος στο εσωτερικό ήταν αρκετά σκοτεινός και τα παιδιά δεν έβλεπαν καλά , αλλά με τη βοήθεια των φαναριών τους είδαν πως ο χώρος ήταν αρκετά βρώμικος από τα απορριμματα των προβάτων. Στο βάθος του βράχου τα παιδιά είχαν ένα άνοιγμα κι έτσι προχώρησαν προς τα εκεί. Τότε άκουσαν ένα θόρυβο παρόμοιο με αυτόν που κάνει το νερό όταν κυλά μέσα σ ένα ποταμάκι. Δεν μπορούσαν να δουν όμως τίποτε άλλο και τότε ο Διονύσης φώναξε δυνατα:
-«Ποιος είναι εκεί, ποιος είναι εκεί…»
Η ηχώ της φωνής του Διονύση αντήχησε πολές φορές μα πάρα πολλές σαν κάποιος να την είχε ηχογραφήσει και μετά έπαιζε την κασέτα μαζί με απόηχους δίνοντας την εντύπωση ότι κάποιο στοιχειό αναζητούσε τη συντροφιά τους.
-«Αισθάνομαι πως δεν μπορώ ν αναπνεύσω πολύ καλά» είπε ο Διονύσης και ο Θεοδόσης άθελά του άφησε το φανάρι του να πέσει κάτω. Καθώς το φαναράκι έπεφτε, τα παιδιά μόλις που προλαβαν να δουν ότι στο βάθος του βράχου υπήρχε νερό.
Τότε ο πατέρας του Θεοδόση που στέκονταν λίγο πιο πίσω από τα παιδιά φώναξε δυνατά:
-«Παιδιά, αμέσως αυτή τη στιγμή βγείτε έξω από το βράχο!»
Όταν όλοι βγήκαν έξω από το βράχο αισθάνονταν πολύ κουρασμένοι.
Η μητέρα του Θεοδόση που περιμενε κι αυτή απέξω άρχισε να ρωτά με αγωνία:
-«Τι είδατε, τι είδατε;»
Ο γιος της τότε της εξιστόρησε ότι είδε ένα ποτάμι αλλά δεν ήταν και πολύ σίγουρος γιατί ήταν σκοτεινά, μπορεί να ήταν και λίμνη,
-«Υπάρχουν …νεράιδες μέσα στο βράχο;» ρώτησε πειραχτικά ο πατέρας του Διονύση το γιο του κι εκείνος απάντησε γελώντας:
-«Αν η ηχώ είναι νεράιδα, τότε ναι , υπάρχουν!».
«Αυτό για το οποίο είμαι σίγουρος είναι πως εκεί μέσα δεν υπήρχε αρκετό οξυγόνο, γιατί κανένας μας δεν μπορούσε ν αναπνεύσει κανονικά και το μυαλό μου άρχισε να θολώνει έτσι όπως θολώνει το μυαλό εκείνων των ανθρώπων που δεν πίνουν νερό, μόνο κρασί και η φαντασία τους πλάθει κι ακούει αλλόκοτα πράγματα» είπε με σοβαρό ύφος ο Θεοδόσης.
-«Τι δηλαδή κάτι σαν …παραισθήσεις;» ρώτησε η μητέρα του.
-«Ε, ναι κάτι τέτοιο» απάντησε εκείνος.
-«Εγώ έχω δει τις τρεις χάριτες να λούζονται στα μυστικά νερά του βράχου και μάλιστα χόρευαν μαζί με το θεό Απόλλωνα και τραγουδούσαν μαζί με το θεό Διόνυσο» είπε ο Διονύσεις με το αυθόρμητο παιδικό του ύφος.
-«Α, έτσι όπως μας τα λέτε» είπε ο πατέρας του Διονύση, «θα πρέπει να είναι πολύ ωραία εκεί μέσα».
«Και πώς ήταν οι Χάριτες;»ξαναρώτησε μ ενδιαφέρον.
-«Χαριτωμένες, χαριτωμένες» απάντησε γελώντας ο Διονύσης και συνέχισε την αφήγησή του:
-«Η Αγλαϊα ακτινοβολούσε από ομορφιά, η Ευφροσύνη γέμιζε την ψυχή με θεϊκή γαλήνη και η Θάλεια θεράπευε κάθε πόνο ψυχικό και σωματικό. Στα χέρια τους και οι τρεις Χάριτες κρατούσαν αγγεία με αρωματικά αιθέρια έλαια για να θεραπεύουν τα τραύματα των θεών αλλά και των ανθρώπων».
Ο πατέρας του Διονύση παιδιά, ήταν που ήταν και Δήμαρχος της περιοχής, είπε ότι θα αναδείκνυε το βράχο κι τα μυστικά του, έτσι ώστε οι άνθρωπο που θάθελαν να τον δουν και ν ακούσουν τους ελληνικούς μύθους να μπορούν να τον επισκεφθούν και τα νέα παιδιά που δεν έβρισκαν δουλειά στο χωριό και ήταν υποχρεωμένα να πάνε σε άλλες πόλεςι για εργασία , από εδώ και πέρα θα εργάζονταν στον τόπο τους.
Ο Διονύσης όταν άκουσε τον πατέρα του να λέει αυτά ρώτησε μ ενθουσιασμό:
-«Μπορώ να δώσω ένα όνομα στον Βράχο, πατέρα;»
-«Βέβαια, μπορείς».
Τότε ο Διονύσης μ επίσημη φωνή ανήγγειλε το όνομα λέγοντας: «Και το όνομα αυτού: ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΒΡΑΧΟΥ».
-«Τα μυστικά του βράχου, τα μυστικά του βράχου!» επανέλαβαν όλοι μαζί χειροκροτώντας το Διονύση αλλά και τους εαυτούς τους για το θάρρος και τη συνεργασία τους. Μετά ευχαρίστησαν το Θεό που τους φώτισε να είναι συνεργάσιμοι ο ένας με τον άλλο και ν αξιοποιήσουν το όμορφο αυτό κομμάτι της φύσης.
Έτσι χαρούμενοι όλοι πήραν το δρόμο της επιστροφής στο χωριό.
Καθώς κατέβαιναν το λόγο , ο Θεοδόσης θυμήθηκε ένα ποίημα του Δροσίνη κι άρχισε να το απαγγέλλει:
«Όταν θα βραδιάζει η μέρα,
Όταν θα φτάνουμε στουχωριού τ αποσκιωμένα αλώνια
εκεί θα φανούνλευκά τα χωριατόσπιτα πίσω από των πεύκων τα ακροκλώνια
που από μακριά θα ακούγονται των αρνιών τα βελάσματα
και η βραδινή καμπάνα θα σημαίνει το φως το ιλαρό.
Στη βρυσούλα τα βόδια θα ποτίζονται,
θα καπνίζουν φούρνοι φλογισμένοι
και η μυρωδιά από τα στάχια τα θερισμένα
θα μας ευχηθούν το καλώς ήρθατε»
Κι ο Διονύσης συμπλήρωσε τους τελευταίους στίχους:
-«Από το κατώφλι αναμερίζοντας του καιρού τ αγκάθια,
Από τα χόρτα του κλειστού παλιόπυργου θα ανοίξουμε τη βαριά τη σιδερένια πόρτα».
Κι ο Θεοδόσης πρόσθεσε ότι μετά απ αυτή την εξέλιξη «κανένα σπίτι πλέον στο χωριό δεν θάναι χορταριασμένο κι έρημο, γιατί όλοι θα έχουν μια εργασία και όλοι τους θα είναι ευτυχισμένοι».
Έτσι ζήσανε αυτοί καλά.
Κι εμείς θα ζήσουμε ακόμη καλύτερα.
Διδακτικό παραμύθι από τη Μαρικούλα Μαδυτινού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου