Και μετά ήλθε η κλασική αρχαία Ελλάδα που προσέδωσε για πρώτη φορά επιστημονικό χαρακτήρα στον ανθρώπινο πολιτισμό. Από τη ζήτηση των απαντήσεων σε πρακτικά ερωτήματα, πέρασε στην αναζήτηση ερμηνείας των φυσικών φαινομένων. Ερμηνείας χωρίς την επίκληση μύθων και θεών, απελευθερωμένης από προλήψεις και δόγματα και με εμπιστοσύνη στη δύναμη της λογικής σε συνδυασμό με την παρατήρηση. Έλειψε όμως ένας σημαντικός κρίκος για την ολοκλήρωση της επιστημονικής μεθόδου: το πείραμα.
Παραμένει, νομίζω, μυστήριο το γιατί η αρχαία Ελλάδα σε μια σχετικά σύντομη περίοδο περίπου διακοσίων πενήντα ετών δημιούργησε αυτή την τεράστια πολιτιστική έκρηξη (περιλαμβανομένης και της γένεσης της επιστημονικής σκέψης) και σφράγισε ανεξίτηλα τον ανθρώπινο πολιτισμό. Δεν ήσαν παρά εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι (λιγότεροι από το σημερινό πληθυσμό της Κρήτης). Υπήρχε άραγε σ’ ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού, ή στην ηγεσία του, περιέργεια, ενδιαφέρον και εκτίμηση για την δημιουργία επιστημονικής γνώσης; Επικρατούσε ένα συλλογικό κλίμα θεμελιωμένης αυτοπεποίθησης και ριζοσπαστικής καινοτομίας, ως αποτέλεσμα ίσως της νικηφόρας αντιμετώπισης της Περσικής Αυτοκρατορίας; Ή μήπως η αποικιακή επέκταση διεύρυνε και τους πνευματικούς τους ορίζοντες;
Ακολούθησε η αλεξανδρινή περίοδος, όπου η επιστημονική επανάσταση, κάτω από την ενεργή στήριξη της δυναστείας των Πτολεμαίων (με τη δημιουργία του Μουσείου και της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας) μπήκε στο δρόμο της ολοκλήρωσης. Μεγάλα και θαυμαστά τα επιτεύγματα αυτής της εποχής: η μέτρηση της περιφέρειας της Γης (Ερατοσθένης), η μέτρηση της απόστασης Γης-Σελήνης (Αρίσταρχος, Ίππαρχος), η επαναστατική πρόταση του Αρίσταρχου για το ηλιοκεντρικό σύστημα, η μεγαλοφυΐα του Αρχιμήδη στα μαθηματικά και η σύνδεσή τους με τη φυσική (μοχλοί, άνωση κ.λπ.).
Παράλληλα ξεκίνησαν δειλά και τα πρώτα βήματα της τεχνολογικής επανάστασης (ατμομηχανή του Ήρωνα) που τερματίστηκαν πρόωρα ίσως λόγω της έλευσης των πρακτικών Ρωμαίων. Ο φόνος του Αρχιμήδη από Ρωμαίο στρατιώτη έχει, νομίζω, συμβολική σημασία. Είναι η αρχή του τέλους. Εν τούτοις, η επιστημονική ενασχόληση συνεχίστηκε για πολύ ακόμα, σχεδόν μέχρι το τέλος του 4ου αιώνα μ.Χ. με κύριο επίτευγμα τις διοφαντικές εξισώσεις στα μαθηματικά. Παραλείπω το θαυμαστό στη λεπτομέρειά του γεωκεντρικό μοντέλο του Πτολεμαίου, μια και απεδείχθη (πολύ αργότερα) ότι δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ο μαρτυρικός θάνατος της Υπατίας το 415 μ.Χ. στα χέρια φανατισμένου χριστιανικού όχλου σηματοδοτεί το οριστικό τέλος μιας επιστημονικά δημιουργικής εποχής και την απαρχή της χιλιετούς επιστημονικής σιωπής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, καθώς και του ευρωπαϊκού χώρου. Ο δαυλός του ενδιαφέροντος για την επιστήμη πέρασε για ένα διάστημα δυο περίπου αιώνων (800 – 1025 μ.Χ.) στον αραβικό κόσμο στο χαλιφάτο της Βαγδάτης να αποτελεί το επιστημονικό κέντρο. Βέβαιο, οι Κινέζοι συνέχισαν τις σημαντικότατες επινοήσεις τους (χαρτί, πυρίτιδα κ.λπ.), χωρίς όμως να τις αξιοποιήσουν επιστημονικά ή τεχνολογικά.
Χρειάστηκε να φτάσουμε στο 15ο και 16ο αιώνα μ.Χ. με την ανακάλυψη της τυπογραφίας, τους μεγάλους θαλασσοπόρους, την άνθιση της επιστήμης και της τέχνης στις ιταλικές πόλεις και, τελικά, με την καθιέρωση του ηλιοκεντρικού συστήματος (Κοπέρνικος, Τύχο Μπράχε, Γαλιλαίος, Κέπλερ).
Ο 17ος αιώνας χαρακτηρίστηκε από δυο μεγάλες επαναστατικές κατακτήσεις της επιστημονικής σκέψης:
i. To νόμο της κίνησης της κλασικής μηχανικής (με πρωτοπόρο τον Γαλιλαίο και θεμελιωτή καθώς και ολοκληρωτή τον Νεύτωνα), που συνέδεσε τη δύναμη με την επιτάχυνση και όχι με την ταχύτητα, όπως ήταν το καθιερωμένο αριστοτέλειο πρότυπο.Ο 18ος αιώνιος ήταν κυρίως ο αιώνας της χημείας καθώς και της σταδιακής συσσώρευσης γνώσεων γύρω από ηλεκτρικά, μαγνητικά και οπτικά φαινόμενα. Ο Dalton, το 1803, συνοψίζοντας ενάμιση περίπου αιώνα χημείας καθιέρωσε την έννοια του ατομικού βάρους και έδωσε έτσι πειραματική υπόσταση στην ατομική ιδέα του Δημόκριτου.
ii. Τη συνειδητοποίηση ότι η δύναμη της βαρύτητας είναι πανταχού παρούσα, ότι συνίσταται στο νόμο της παγκόσμιας έλξης και, και επομένως, ότι και τα επίγεια και τα ουράνια φαινόμενα διέπονται από τον ίδιο οικουμενικό νόμο. Το διαχωριστικό τείχος χιλιετηρίδων μεταξύ των επίγειων και των ουράνιων κινήσεων κατέρρευσε.
Στον 19ο αιώνα η στήριξη της ατομικής θεωρίας συνεχίστηκε κυρίως από φυσικούς (Avogadro, Dulong-Petit, Maxwell, Loschmidt, Boltzmann, Brown) για να γίνει αποδεκτή στην αυγή του 20ου αιώνα με τις εργασίες του Einstein και του Περέν. Παράλληλα με την επιβεβαίωση της ύπαρξης των ατόμων, η ανακάλυψη του ηλεκτρονίου, το 1897 – 1899, οδήγησε στο συμπέρασμα ότι το άτομο είναι σύνθετο σωμάτιο και επομένως όχι απολύτως αδιαίρετο.
Το μεγάλο, όμως, γεγονός του 19ου αιώνα ήταν η τελική ενοποίηση των μαγνητικών και ηλεκτρικών δυνάμεων με τις περίφημες τέσσερις εξισώσεις του Μaxwell, που η πιο σημαντική τους συνέπεια είναι η ύπαρξη ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, τα οποία διαδίδονται με την ταχύτητα του φωτός. Κατά συνέπεια, όπως επισήμανε και ο ίδιος ο Maxwell, «είναι δύσκολο να αποφύγει κανείς το συμπέρασμα ότι και το φως δεν είναι τίποτα άλλο παρά ηλεκτρομαγνητικό κύμα». Ο Hertz, το 1888, επιβεβαίωσε πειραματικά την ύπαρξη των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, που σήμερα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της καθημερινής μας ζωής (τηλεόραση, κινητό τηλέφωνο, τηλεχειριστήρια, ακτίνες Χ, μαγνητική τομογραφία κ.λπ.).
Στο πρώτο τέταρτο του εικοστού αιώνα σημειώθηκαν τρεις μεγάλοι σταθμοί στην Ιστορία της Φυσικής και της Επιστήμης γενικότερα.
Η διαπίστωση από τον Rutherford, τo 1911, ότι τα άτομα είναι μια μικρογραφία του πλανητικού μας συστήματος: Κάθε άτομο αποτελείται από έναν πολύ πιο μικροσκοπικό πυρήνα όπου είναι συγκεντρωμένη σχεδόν όλη μάζα του και από ακόμη πιο μικροσκοπικά και ελαφριά ηλεκτρόνια (όλα τα ίδια) που περιφέρονται γύρω του σε αποστάσεις από περίπου 1000 έως 100.000 φορές μεγαλύτερες από την ακτίνα του πυρήνα.

Μπορείτε να φανταστείτε τον ατομικό πυρήνα σαν ένα σούπερ μικροσκοπικό και στρογγυλεμένο τσαμπί σταφύλι με δυο ειδών ρώγες (ας πούμε, κόκκινες για τα πρωτόνια και πράσινες για τα νετρόνια). Αόρατα «κοτσάνια» – οι ισχυρές πυρηνικές δυνάμεις – διατηρούν το τσαμπί ενιαίο παρ’ όλες τις βίαιες κινήσεις της κάθε «ρώγας». Υπάρχουν στη φύση μικροί πυρήνες με λίγες «ρώγες» – νουκλεόνια (ο μικρότερος είναι ο πυρήνας του συνηθισμένου υδρογόνου με ένα μόνο πρωτόνιο) και μεγάλοι πυρήνες με πολλές «ρώγες» – νουκλεόνια (μεγαλύτερος είναι ο πυρήνας του ουρανίου-238 με 238 «ρώγες»-νουκλεόνια).

Η δεύτερη μεγάλη ανακάλυψη του 20ου αιώνα οφείλεται στον Einstein. Ξεκινώντας από το γεγονός ότι η ταχύτητα του φωτός είναι πάντα ίδια – 300.000 km/s – ανεξάρτητα από την ταχύτητα είτε της φωτεινής πηγής είτε του παρατηρητή∙ και από το ότι κλεισμένοι σ’ ένα όχημα που κινείται ευθύγραμμα και ομαλά αλλά χωρίς οπτική ή άλλη επαφή με το περιβάλλον δεν μπορούμε να διαπιστώσουμε αν κινούμαστε ή ακινητούμε, κατέληξε αναπόδραστα στο συμπέρασμα ότι ο χώρος και ο χρόνος δεν είναι απόλυτες έννοιες ίδιες για όλους του παρατηρητές.
Αντίθετα, είναι ευέλικτες και σχετικές έννοιες που αλλάζουν ανάλογα με την κίνηση του κάθε παρατηρητή. Στη γενική θεωρία της σχετικότητας έδειξε ότι η παρουσία της μάζας (ή μαζών) προσδίδει πρόσθετη πλαστικότητα στο χώρο και στο χρόνο (κάπως, όπως μια μεταλλική σφαίρα παραμορφώνει μια πλαστική μεμβράνη). Είναι ακριβώς αυτή η πλαστικότητα και παραμορφωσιμότητα του χώρου και του χρόνου που εμφανίζονται ως δύναμη βαρύτητας.
Η τρίτη μεγάλη ανακάλυψη του 20ου αιώνα είναι η πιο επαναστατική, η πιο γόνιμη, η πιο σημαντική, και η πιο απομακρυσμένη από την εποπτεία μας. Είναι γνωστή ως κυματοσωματιδιακός δυϊσμός ή ως Κβαντομηχανική. Περιέχει την πειραματική διαπίστωση ότι κάθε κύμα έχει και σωματιδιακό χαρακτήρα, με την έννοια ότι η ενέργειά του δεν είναι συνεχής, αλλά αποτελείται από διακριτά, αδιαίρετα κομμάτια∙ αντίστοιχα κάθε σωμάτιο δεν κινείται ακολουθώντας μια τροχιά που οδεύει ως να ήταν κύμα. Έτσι η φύση δεν αποτελείται ούτε από αμιγή σωμάτια, ούτε από αμιγή κύματα, αλλά από κυματοσωμάτια, που έχουν εν μέρει ιδιότητες κύματος και εν μέρει ιδιότητες σωματίου. Η πιο σημαντική πρακτική συνέπεια αυτής της επαναστατικής πειραματικής διαπίστωσης είναι ότι όσο περισσότερο περιορίζεις ένα κυματοσωμάτιο (π.χ. ένα ηλεκτρόνιο, ή ένα νετρόνιο, ή ένα πρωτόνιο) τόσο πιο γρήγορα κινείται και τόσο πιο μεγάλη πίεση διαφυγής ασκεί. Έχοντας αυτό το καίριο συμπέρασμα μπορούμε πια να πραγματοποιήσουμε το όνειρο του Δημόκριτου, να εξηγήσουμε δηλαδή πως τρία μόνο είδη σωματίων (πρωτόνια, νετρόνια, ηλεκτρόνια) μπορούμε να ανασυνθέσουμε τον Κόσμο.

πηγή: «ΕΠΙΣΤΗΜΗ. ΠΟΥ ΕΔΥ ΣΟΥ Η ΘΕΛΞΗ;» – ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ Ν. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
Εκδόσεις:ΕΥΡΑΣΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου