www.ithominews.blogspot.com

Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2018

Η βάρκα του Γιάννη


  
Όνειρο μιας σκιάς ο άνθρωπος.
Φθάνει να στρέψουν οι Θεοί τη θαυμαστή λάμψη             
μιας ακτίνας επάνω του και με μιας λάμπει ολόκληρος
Γίνεται Ον…γίνεται θεϊκός.
 Πίνδαρος

                                                 
Σαλαμίνα.
Άνοιξη 1962
Ο κλειστός όρμος κάνει τη θάλασσα να φαίνεται λίμνη, καθώς καθρεφτίζονται τα απέναντι βουνά με τις φυλλωσιές και τα πεύκα να φθάνουν χαμηλά έως την άκρη της στεριάς αγγίζοντας την δροσερή ανάσα της.

Ο υγρός καθρέφτης δίνει τριγύρω μια όψη γαλαζοπράσινης απόχρωσης απ’ αυτές που εισχωρούν στην αισθητική αρμονία της ψυχής.
Ηλιαχτίδες…δένδρα…σπίτια...


Παραλία, νωρίς το πρωί
Ο δρόμος απλώνεται τεμπέλικα πλάι της. Αφήνει τις ρυτίδες του να δροσίζονται στην πρωινή πάχνη και στα κυλισμένα απόνερα μιας χθεσινοβραδινής βροχής.
Η μια του πλευρά αγγίζει με το πέτρινο πεζούλι τον γιαλό, ενώ η άλλη φθάνει μέχρι τις πρόσχαρες αυλές των σπιτιών.
Μεγάλα και μικρά αρχοντικά. Στέγες σκεπασμένες με κεραμίδια. Ξύλινα φαρδιά μπαλκόνια. Κουρτίνες δαντελένιες. Πατζούρια σκαλιστά. Όλα δείχνουν μια γραφικότητα μοναδική τοπικού ρυθμού, με τα σπίτια να κρύβονται στο βάθος των αυλόγυρων με την συντροφιά των πεύκων της μουριάς και τις γαζίας.
Δίπλα τους, δρομάκια  κατηφορίζουν κάθετα στον παραλιακό, με λιγοστά πέτρινα σκαλιά έτοιμα να βηματίσουν πάνω τους οι αγωνίες ανάμεικτες με τα βραδινά τραγούδια. Άλλοτε να ανηφορίσει στο σπίτι η χαρά της επιστροφής από πολυήμερο ταξίδι ψαρέματος και άλλοτε πάλι κριμένες στα σοκάκια οι προσδοκίες των νεαρών τρυφερών υπάρξεων της προσμονής του έρωτα και του χορού τις μητρικές φέρνοντας ανάσες  στον κόρφο τους σφιχτοδεμένες με τις οικογενειακές αναμνήσεις και επιθυμίες.

Στα διάφανα νερά μερικοί αγουροξυπνημένοι σπάροι στροβιλίζονται γύρω από κάποια βραχάκια του βυθού ανάμεσα από τα λικνιζόμενα ελικοειδή φύκια.  Παίζουν κρυφτό με τις πέρκες απολαμβάνοντας την πρωινή φρεσκάδα της ακτής.

Την ατμόσφαιρα διαπερνά το πλατάγιασμα των κουπιών μιας βάρκας στα ήσυχα νερά. Μόλις έχει στρίψει από τον κάβο του Άι Νικόλα, το εκκλησάκι εκεί που τελειώνει ο δρόμος και η παραλία με το πεζούλι.

Την αρμονία της γαλήνης συμπληρώνει το ρυθμικό κτύπημα ενός πλατύ ξύλου που πέφτει αργά στα βρεγμένα στρωσίδια μιας νοικοκυράς, νεράιδας του πρωινού, όρθια δίπλα στον μικρό βράχο στην ακτή, πατά στα ρηχά  Ανασηκωμένο το φόρεμα της αφήνει την δροσιά της θάλασσας να φέρνει την μελωδία στα γυμνά της πόδια καθώς το κυματάκι γλύφει την άκρη τους.

Η βάρκα πλησιάζει την σημαδούρα που κρατά το σίδερο. Ο βαρκάρης, ένας γεράκος ασπρομάλλης, σκυφτός από τα χρόνια, γέρνει προς τα έξω και μαζεύει προσεκτικά το σχοινί.
Δένει τον κάβο στο μικρό κοράκι. Οι κινήσεις του είναι αργές και με δυσκολία καταφέρνει να το ασφαλίσει, αφού το πέρασε δυο βόλτες στην μπρούτζινη διχάλα.

Οι νεαροί φίλοι έχουν το ραντεβού τους στο σπίτι του Αλέκου. Και συγκεκριμένα στην αυλή. Αχ, αυτή η αυλή.
Εκεί ήταν το στρατηγείο τους. Από εκεί σχεδιάζονταν οι επιχειρήσεις της ημέρας.
Εκεί ήταν το θέατρο της ζωής.
Έκρυβε μέσα της τα παραμύθια που μεταμορφωνόταν άλλοτε σε μουσικοχωρευτρικό πάλκο, και άλλοτε σε πολεμικό κάστρο, γίνονταν ένα κι αυτά με τα αγριολούλουδα που άνθιζαν στον κήπο.
Τόσο μεγάλη… με το πέτρινο σπιτάκι στην άκρη, δυο αιωνόβια δέντρα, ένα πεύκο και ένα κυπαρίσσι, ένα τραπέζι ξύλινο κάτω από το πεύκο… την απαραίτητη σχοινένια κούνια… τον πάγκο… ένα σιδερένιο κρεβάτι απομεινάρι κάποιας ναυτικής θητείας…τα σκαλάκια στην άνω αυλή και το πηγάδι την ξύλινη εξώπορτα με την αμπάρα και το μάνταλο, στην άλλη άκρη μακριά, να ασφαλίζει το κάστρο τους.
Και η μάντρα της γύρω-γύρω, να ξεχειλίζει μέχρι τον δρόμο μπροστά από το σπίτι. Να ζει ντυμένη στα ξεφωνητά στα τρεχαλητά, στα παιχνίδια στις σκανταλιές, στα τραγούδια.
Και μαζί της
Οι ψαρόβαρκες, τα μεγάλα γρι-γρι, οι τράτες, αραγμένα πότε στην σκάλα, στους μόλους, και αρόδου στο λιμάνι.
Χαίρεσαι να τα βλέπεις.
Εκείνη την ώρα, λίγο πριν αρχίσει η νύχτα να καλύπτει με το πέπλο της τον ορίζοντα τριγύρω και τα χρώματα να αλλάζουν την έκφραση τους στην ουράνια θαλπωρή των αισθημάτων και τώρα να γίνεται η μεταμόρφωση. Τα σκαριά, γοργόνες, λυγερόκορμες με τα μαλλιά τους ξέπλεγα και τα δίκτυα τους… τα παραγάδια και τα κουπιά και τα άλλα να ακουμπούν στο νερό έτσι όπως πέφτουν απάνω τους οι πυρόξανθες ακτίνες στο ηλιοβασίλεμα λες και τις λούζουν.  Αυτές τις πανέμορφες νεράιδες τις κόρες του Ποσειδώνα.


Η αυλή

Ο Αλέκος πήγε στην αυλόπορτα. . Μια ξύλινη με δύο φύλα ύψους δυόμισι μέτρων με στηρίγματα αμπάρας.  Σήκωσε το σίδερο της αριστερής αμπάρας κι’ αυτή άνοιξε με ευκολία. Πίσω της φάνηκαν οι πρώτοι επισκέπτες.
-Ωωωωω!
-Ευπειθώς αναφέρω Μάκης.
-Καλώς τον.
-Ευπειθώς αναφέρω Πάκης.
-Γεια σου ρε μεγάλε.
-Δημητράκης.
-Έλα ρε, χαίρω πολύ.
-Κατευθείαν στο βάθος.
-Η Χρυσή;
-Αμάν, δεν στην κλέβουνε κάνε λίγο υπομονή θα την δεις.
-Το αίσθημα του Μάκη.
Από το απέναντι σπίτι ακούστηκε η χαρακτηριστική φωνή της γιαγιάς που κάθε φορά που την ήθελε ή νόμιζε πως την ήθελε έβγαινε στον δρόμο και φώναζε το όνομα της.
Τόσο δυνατά που ακουγόταν όχι μόνο στην τριγύρω παραλία αλλά και στις άλλες γειτονιές μέχρι το Άη Νικόλα.
-Λιούλιαααααα!!!!
-Α! Όπου να ναι θα εμφανιστεί η Λούλα.

Ο Μάκης, ο Πάκης και ο Δημητράκης έχουν από μια κιθάρα με την οποία συνοδεύουν τα τραγούδια της παρέας.
Ο Γιάννης τραγουδά. Μα οι πιο εξαίσιες φωνές της παρέας είναι τα κορίτσια.
Η Φώφη, η Λούλα, η Μιλίτσα, το Μαράκι, η Χρυσή. Και από κοντά η μικρή Ελενίτσα η αδελφή του Αλέκου μόλις πέντε ετών.

Στην παρέα των φίλων ήθελε να μπει και ο Αλέκος.
Ο Αλέκος ηλικίας γύρω στα δεκάξι, αδύνατος και ψηλός.
Βέβαια, όλα τα παιδιά σ’ αυτή την ηλικία έχουν σχεδόν στο ίδιο σουλούπι, αλλά ο Αλέκος ολίγον περισσότερο. Με μια λεπτομέρεια, τα παιδιά αυτής της παρέας είχαν κάτι που ταίριαζε και γι’ αυτό είχαν δέσει.
O Αλέκος, δεν είχε το παραμικρό, εκείνο που θα επέτρεπε να τον δέσει με τους άλλους. Εκτός…από τα προσόντα εκείνα που συνηθίζεται να βρίσκουν κάποιοι σε έναν άλλον ώστε να προκαλούν την ακατάσχετη επιθυμία για να τον δέσουν.  Κάτι, όμως  που θα τους έκανε να τον συμπεριλάβουν στο τημ.  Η φωνή του…όταν τραγουδούσε έφευγαν όλες οι γάτες από την γειτονιά. Το ίδιο και χειρότερα αποτελέσματα είχε με την εξάσκηση των μουσικών οργάνων. Κάποτε είχε επιχειρήσει να μάθει να παίζει φυσαρμόνικα. Η άσκηση ματαιώθηκε πολύ γρήγορα. Καθώς τα σχόλια όσων τον άκουγαν  ήταν…από αποθαρρυντικά έως απογοητευτικά.
«…Άστο ρε παιδάκι μου τι σου φταίει το κακόμοιρο το όργανο και μαζί μ’ αυτό κι εμείς…»ήταν τα λόγια του πατέρα του μαζί με την προτροπή πάντα «…δεν ανοίγεις καλύτερα κανένα βιβλίο μπας και ξεστραβωθείς λέω εγώ…» που μια ημέρα σώνει και καλά τους κάθισε απέναντί του για να δείξει τις επιδώσεις του.
Έτσι η αγαπημένη του κυρία Μουσική αισθάνθηκε μεγάλη  ικανοποίηση όταν κατάλαβε πως ο Αλέκος κρέμασε την φυσαρμόνικα του στον χώρο των αναμνήσεων.
Όμως επειδή ήθελε διακαώς να ενσωματωθεί στην παρέα…
Γιατί;
Πρώτον, γιατί θαύμαζε ό,τι ο ίδιος δεν κατάφερνε, ενώ οι άλλοι επιδίδονταν με επιτυχία, στον τομέα που βεβαίως αγαπούσε. Την Μουσική.
Και δεύτερον, θαύμαζε  σε κάτι που και εκεί οι επιδόσεις του ήταν παρόμοιες με τον προηγούμενο. Τον έρωτα του για την Δανάη.
Ένα ξανθό κορίτσι γύρω στα δεκάξι, χαριτωμένο που το έβλεπε να κόβει βόλτες στην παραλία με το ποδήλατο της. Το σπίτι της, ανάμεσα στα αρχοντικά της παραλίας. Την έβλεπε, έτσι όπως έστελνε τις κρυφές ματιές ντροπαλοσύνης του, στο  μπαλκόνι της, και καθώς την κοιτούσε ένιωθε να γεμίζει το είναι του με αμέτρητες ζωγραφιές… Αυτές που φέρνουν  ανάμεικτες την σιωπή και την αντάρα των θαλασσινών ανέμων, μέσα στην καρδιά του, που την ένιωθε να πάλλεται υπό το βλέμμα της παιδικής αθωότητας στις μενεξεδένιες μπούκλες της.
Η Δανάη δεν ήταν μόνιμη κάτοικος. Ερχόταν φυσικά με τους γονείς της ορισμένα Σαββατοκύριακα ή τις ημέρες των εορτών και φυσικά το Καλοκαίρι. Ο Αλέκος περίμενε με λαχτάρα να τελειώσει το Σχολείο με την ελπίδα να την δει…Η Δανάη στενή φίλη των κοριτσιών της παρέας λάμβανε μέρος και αυτή στην συντροφιά, μιας και καμάρωναν να έχουν φίλη την κόρη του γιατρού της περιοχής.

Ο Αλέκος σκεφτόταν, «για να σε κάνουν παρέα πρέπει να έχεις κάτι, επομένως ή εσύ ή αυτό το κάτι πρέπει και να χαίρετε και οι δυο μαζί  υπολήψεως».
Και καθώς έξυνε το κεφάλι του μπας και του κάνει την χάρι να του κατεβάσει καμιά ιδέα…κοιτούσε τα άλλα παιδιά και έβγαζε τα ακόλουθα συμπεράσματα.  

Συμπέρασμα πρώτον. Ο φίλος του ο Πάκης. Όποτε παίζουν ποδόσφαιρο, ερωτάται πού θα μπεί το κάθε τέρμα. Και ο Πάκης κρίνει ποιοι θα παίξουν και σε ποια θέση. Τυγχάνει βαθυτάτης εκτιμήσεως από όλους. Παρακαλώ αυτό δεν αμφισβητείται.
Γιατί;
Διότι
Ο Πάκης είναι ο ιδιοκτήτης της μπάλας.
 Ιδού το συμπέρασμα.
Κατόπιν αυτού του γεγονότος ο Αλέκος έπρεπε να έχει κάτι για να τον εκτιμήσουν.
Συμπέρασμα δεύτερον.
Δεύτερον δεν είχε. Ώσπου, περιορίστηκε στο ένα και μοναδικό.
Και βρήκε τη λύση.
Σήμερα έλαμπε από δύο χαρές. Η μια ήταν πως η συνάντηση θα γινόταν στο σπίτι του, και η άλλη…το πρόσφατα αποκτηθέν δώρο της μητέρας του που το αγόρασε με δώσεις ηλεκτρόφωνο της οικογένειας πικ-απ μάρκας Τεππάζ Γαλλικής προελεύσεως.
Μάλιστα δε, όταν διεσώθη η απόκτησης αυτού του εργαλείου.

Βρέθηκε να είναι ο επίσημος καλεσμένος σε πολλά πάρτι που έγιναν κατόπιν στην ευρύτερη περιοχή, με μια λεπτομέρεια κρατούσαν το πικ απ δανεικό όσο διαρκούσε το πάρτι και έδιωχναν τον Αλέκο με την πρόφαση «έλα καημένε, θα σου το προσέχουμε, θα είμαστε μόνο κορίτσια».
 Έτσι λοιπόν, ήλθε μια ημέρα που έχαιρε της εκτιμήσεως των φίλων του. Τώρα δεν μένει να τύχει της δέουσας εκτιμήσεως και φυσικά και προσοχής από την πολυπόθητη πρωτευουσιάνα γειτονοπούλα που του είχε κλέψει την καρδιά.
Οι απογευματινοί περίπατοι στην παραλία τώρα που ο καιρός είχε φτιάξει ήταν κάτι που τους άρεσε ιδιαίτερα καθώς επίσης και οι βαρκάδες μετά το σούρουπο.

Με πολύ λαχτάρα περιμένουν την αποψινή βραδιά.
Για πρώτη φορά θα μεταφέρουν τον μουσικό τους θίασο στην βάρκα. Ένα εγχείρημα παρακινδυνευμένο βέβαια.
Ιδέα του Αλέκου, αλλά χωρίς αυτή τη φορά το πικ-απ, για τεχνικούς λόγους.
Μια βαρκάδα με τα μουσικής υπό το σεληνόφως. Όπως την είδαν στον κινηματογράφο.

Στην προκειμένη περίπτωση το προσφερόμενο πλωτό μέσο είναι η βάρκα του Γιάννη.

Ή καλύτερα θα λέγαμε η βάρκα του πατέρα ντου Γιάννη.


Ένα σκαρί παπαδιά μήκους τεσσεράμισι μέτρα.
Το είχε ναυπηγήσει ο Μπάρμπα  Λευτέρης (όπως τον αποκαλούσαν όλοι).
Πρακτικός καραβομαραγκός, ο ίδιος, δούλευε χρόνια στο καρνάγιο. Μετά την σύνταξη του αφοσιώθηκε στο φτιάξιμο της βάρκας. Έβαλε όση μαεστρία και αγάπη  είχε. Το’ κτίσε σύμφωνα με τις παραδόσεις της ναυτοσύνης και σπιθαμή -σπιθαμή  είχε πετύχει να δώσει στο πλεούμενο όλη την μαεστρία ενός ναύτη που η ψυχή του είναι ενωμένη με τον αιώνιο έρωτα του, την θάλασσα. Περιέκλειε, την αντοχή, το καλοτάξιδο και την κομψότητα.
Η βάρκα, ασυνήθιστα βαριά, αν και της είχε προσαρμόσει αρματωσιά για ένα πανάκι, 
Προσφερόταν τις περισσότερες φορές για μια ήπια βόλτα με το κουπί παρά με πανί, γιαλό- γιαλό.

Σκοπός η διασκέδαση, λίγο ψάρεμα με κιούρτο, και πότε -πότε, με κάποιο παραγάδι που το δόλωνε από βραδύς ο Μπάρμπα Λευτέρης με φρέσκο καλαμαράκι.

Την βάρκα, λοιπόν, την άραζε έξω από το Λιμεναρχείο-σπίτι του Αλέκου, με μια αυτοσχέδια σημαδούρα.

Όταν βλέπεις έξω από το σπίτι σου ένα τέτοιο σκαρί σε γαργαλάει η επιθυμία να βρεθείς μέσα σ αυτό. Και καθώς ο Αλέκος είναι και ο γιός του Λιμενάρχη έ τότε η επιθυμία γίνεται θεμιτή. Γιατί είχε κι αυτό το κουσούρι. Πίστευε πως ότι πλέει είναι του μπαμπά του.

-Γιάννη, πάμε μια βόλτα με το τρεχαντήρι;
Ήταν η συνήθης φράση του Αλέκου προς τον Γιάννη και τα άλλα παιδιά ανάμεικτη μεταξύ παράκλησης και ιδέας πρώτης διαλογής. 

-Ανυπερθέτως.
Δυστυχώς όμως τα πράγματα τις περισσότερες φορές δεν ήταν απλά για τον Γιάννη και την παρέα του.
Όποτε γινόταν η επιχείρηση βαρκάδα, ελάμβανε χώρα κάτω από χίλιες δυό προφυλάξεις. Και όταν τον έπαιρνε είδηση ο πατέρας του, έδινε την συγκατάθεση του περιτυλιγμένη με την πατρική στοργή της οικογενειακής γκρίνας.
-Πάλι θα πάς με την βάρκα;
-Έλα καλέ μπαμπά. Να εδώ κοντά θε νάμαστε.
-Εγώ δεν την έφτιαξα για να σκαρώνεται εσείς βόλτες. Δεν έβγαλα τα μάτια μου. Δεν έφαγα τα νύχια μου. Και να παίζετε εσείς.
-Ελα καλέ, τώρα. Τι σ’ έπιασε;
-Oχι!!!
Τότε πριν τον πιάσει η απελπισία ο Γιάννης, σαν από έμπνευση ανέφερε το όνομα του νέου μέλους της παρέας.
-Θα είναι και ο Αλέκος
-Ποιος, είναι αυτός;
-Tου λιμενάρχη.
-Ναι;
Προ αυτού του επιχειρήματος ο μπαμπάς κάπως μαλάκωσε.
-Δεν ξέρω…Θα δούμε.
-Θα προσέχουμε καλέ.
Και τότε, θυμήθηκε πως πρέπει με την συγκατάθεση του να πάρει μιαν ανταλλαγή.
-Να πεις στον φίλο σου. Να πει στον πατέρα του πως όταν πλένει η κυρά Κατέ στη θάλασσα να μη κτυπά τα ρούχα της με τον κόπανο εκεί που ρίχνω τον κιούρτο γιατί μου διώχνει τα ψάρια, να πηγαίνει πιο κάτω.
-Καλά.
-Να το πεις, ε.
-Θα το πω. Έλα δώσε μου τώρα την σαλαχιά.
-Το νου σου. Να προσέχεις.
-Ναι μπαμπά. Θα προσέχω. Σ’ ευχαριστώ.

Κάπως έτσι  και με κάποια ποικιλία στην ζήτηση για κάποια χάρη από τον υιό περί της  αστυνόμευσης της αλιείας, περνούσε στην κάθε φορά που έδινε την συγκατάθεση του για την βάρκα. 
Κάποιες φορές, η επιχείρηση ήταν λιγότερο διπλωματική και περισσότερο θαλασσινή. Πλην όμως άκρως διασκεδαστική για το τσούρμο. Ξαναζωντάνευε η πειρατική εποχή.
Καθώς η βάρκα ήταν δεμένη στην τσαμαδούρα, και όχι στον μόλο πρίμα πλώρα, αρμένιζε κατά πως φυσάει ο άνεμος λίγα μέτρα από την ακτή. Αυτή η απόσταση αρκούσε να είναι ασφαλής καθώς ήταν απροσπέλαστη για οποιονδήποτε. Ο Γιάννης και ο Μπάρμπα Λευτέρης χρησιμοποιούσαν μια σαλαχιά, ένα είδος πολυάγκιστρου για να την φέρουν κοντά τους. Πετούσαν με μαεστρία τη σαλαχιά. Αυτή διέγραφε μια καμπύλι στον ουρανό και σαν βαρίδι προσγειωνόταν στην βάρκα. Τραβούσαν το σχυνάκι που την έδενε. Αυτή σερνόταν στα παραπέτα ώσπου γάτζονε κάπου.
Με την άκρη του λεπτού σχοινιού της σαλαχιάς τραβούσαν την βάρκα. Με τον τρόπο αυτόν την έφερναν κοντά τους τόσο που τεντονώταν το σχοινί μέχρι τέρμα και με σάλτο πηδούσαν μέσα της.
Από μια κακή στιγμή της ζωής του πατέρα του είχε απαγορεύσει στο μονάκριβο παιδί του να παίρνει την βάρκα μόνος του.
Η Μοίρα είχε σταθεί αυστηρά δίκαιη στον Μπάρμπα-Λευτέρη.
Ενώ ήταν ένας καλοκάγαθος και χαρούμενος άνθρωπος, ζώντας μια ήρεμη και ισορροπημένη ζωή, με το να συντρέχει και να βοηθά όποιον του το ζητούσε.
Πάνε κάποια χρόνια από τότε που είχαν να τον δουν έτσι στο νησί. Είχε γίνει δύστροπος, κακός, στριμμένος και ξέσπαγε με το παραμικρό στο παιδί του και το χειρότερο έπινε αρκετά.

Τα σοκάκια είχαν γίνει τα περισσότερα βράδια το κρεβάτι του, έως ότου ξεθολώσει για να ανέβει κουτσαίνοντας στο σπίτι του υποβασταζόμενος από τον Γιάννη
-Αχ. Πατέρα πάλι;





Σχολείο μετά το μάθημα.

Ενώ έβγαιναν τα παιδιά από την τάξη, η δασκάλα τακτοποιώντας τα τετράδια λέει στον Γιάννη που μόλις εκείνη τη ώρα περνούσε από μπροστά της.
-Γιάννη περίμενε λίγο. Ζήτησες να μου μιλήσεις. Σ ακούω.
Στάθηκε. Συζήτησαν για την έκθεση που της είχε παραδώσει αλλά αυτή ήταν μια αφορμή, δίσταζε και έψαχνε την ευκαιρία που ήθελε για να ξετυλίξει το κουβάρι όσων γεγονότων τον βασάνιζαν για τον πατέρα του και να πάρει κάποια συμβουλή.
 -Αυτή η πτώση της προσωπικότητας του και η τόση μεταστροφή του χαρακτήρα του δεν είναι ανεξήγητη. Τι να πω… Βεβαίως ίσως μετά από καιρό και προσωπική προσπάθεια, ίσως…θα μπορούσε  να σηκωθεί στα πόδια του. Να πάρει δύναμη και να αντέξει στο κτύπημα. Να βάλει σε τάξη την σκέψη του, τα αισθήματα του. Δεν ξέρω…
-Αυτό είναι που λένε ότι η εκδίκηση της φύσης;
Χαμογέλασε με συγκατάβαση. Δεν του απάντησε αμέσως. Πέρασαν κάποιες στιγμές σιωπής.
Έλα να καθίσουμε. Του έδειξε με το βλέμμα της ένα θρανίο. Ο Γιάννης υπάκουος την ακολούθησε, και έκατσε κοντά της.
Η καθηγήτρια συνέχισε. 
-Εάν στραφείς εναντίον της και καταστρέψεις κάτι. Αυτά τα αγαθά που με τόση ευσπλαχνία προσφέρει η μητέρα φύση τότε μοιραία αρρωσταίνεις. Ναι θα το αποκαλέσω ασθένεια. Αυτό που συνέβη στον πατέρα σου είναι μια ασθένεια.
-Δεν φταίει αυτός Κυρία... Για να αποδείξει στον εαυτό του ή στους άλλους…ότι μπορεί να πιάσει πολλά ψάρια .. Και αυτό το έκανε  με εύκολο τρόπο. Και ήρθε η καταστροφή.
-Όλοι ξέρουμε το τι έπαθε. Ας δούμε τώρα τι γίνεται.
Είναι ο πόνος που ακολουθεί την καταστροφή. Αναμφίβολα, αναφέρεται σ αυτήν την πράξη η οποία αντανακλά στον ίδιο τον φταίχτη. Α! Η μεγάλη αν θες νίκη στην ζωή είναι η μετάνοια. Μετά-νοώ. Όλοι μας ανήκουμε σε ένα σύνολο Ύπαρξης. Δεν είμαστε αποκομμένοι από τον χώρο που μας περιβάλλει.
-Τι θέλετε να πείτε δεν σας καταλαβαίνω.
-Να!. Για παράδειγμα θα σου μιλήσω απλά.
Στην τάξη απλωνόταν τώρα μια γαλήνη. Η φωνή της καθηγήτριας του, έφτανε στ αφτιά του ήρεμη, και κάθε της λέξη γλύκανε μέσα του τις πίκρες που είχαν φωλιάσει σε γωνιές ξεχασμένες όπου εκεί κοιμόντουσαν. Αλλά όταν ξύπναγαν άφηνε να τον καίνε σαν φλόγες . Αισθανόταν ένοχος που είχε αφήσει τόσο καιρό να περάσει χωρίς να πάρει την συμβουλή της.
Η θάλασσα κρύβει μέσα της μια ζωντάνια. Είναι ένας απέραντος οργανισμός με συνείδηση. Η προσφορά της είναι ανεκτίμητη.
Τροφή και νερό. Ότι πιο πολύτιμο για την βιολογική ύπαρξη μας.
Ο ψαράς σαν ένας άλλος γεωργός, σκύβει στην θάλασσα και παίρνει απ αυτήν τα αγαθά της που του παρέχει καλοκάγαθα. Ο γεωργός οργώνει, καλλιεργεί ποτίζει.
Και στον χρόνο της συγκομιδής μαζεύει τους κόπους του. Ο άνθρωπος της θάλασσας βέβαια δεν ακολουθεί την ίδια διαδικασία με τον γεωργό. Αλλά με μια λεπτομέρεια. Ταλαιπωρείται και κινδυνεύει πολύ περισσότερο.
Από την μια, λοιπόν έχουμε την προσφορά της θάλασσας. Από την άλλη αυτός ο κόπος και ο κίνδυνος του ανθρώπου, έχουν κάνει και τους δύο θάλασσα , άνθρωπος να είναι συναισθηματικά συνδεδεμένοι. Και ο σύνδεσμος αυτός είναι ισχυρός σαν μια οικογένεια.
-Ο πατέρας μου έκανε κάτι κακό σ αυτή την οικογένεια;
-Απερίσκεπτα  ίσως…και συνέχισε.
Παρασύρθηκε. Από τον ανεμοστρόβιλο των  κακών σκέψεων και επιθυμιών. Ο πατέρας σου χάθηκε στα μονοπάτια της εύκολης και γρήγορης αγαθών υλικών που δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με την ουσιαστική χαρά του ανθρώπου. Και ξέρεις κάτι. Ο Μπάρμπα-Λευτέρης άξιος άνθρωπος υπόδειγμα ήθους μετετράπη όπως γνωρίζεις γιατί. Σαν μια κακιά νεράιδα της θάλασσας να θέλησε να τον παρασύρει στα βάθη της.
-Γιατί. Σε τι έφταιξε, ο καημένος;
-Ζήλεψε την ναυτοσύνη του.
-Όπως, ο Ναύαρχος Μιαούλης στο έργο που κάναμε του Σπύρου Μελά που γράφει πως … «η μοίρα θέλησε να του χαράξει μια γρατσουνιά στο πρόσωπο για να μην είναι αψεγάδιαστο και τον έβαλε να ανατινάξει την ναυαρχίδα του Ελληνικού Ναυτικού το πρώτο ατμοκίνητο πλοίο «Ελλάς», για πολιτικούς λόγους…»
-Ναι…Κάπως έτσι.
-Προσπάθησε να ψαρέψει με τον πιο καταστρεπτικό τρόπο τον δυναμίτη.
Το είδος αυτό δεν πρόκειται για ψάρεμα αλλά για ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί στον βυθό μιας θαλάσσιας περιοχής.
Παντού ερημιά. Ολοκληρωτικό ξερίζωμα του πληθυσμού του θαλάσσιου οικισμού. Για πολλά χρόνια δεν αναπτύσσεται ξανά ίχνος ζωής. Ούτε καν χλωρίδας.
-Φύκια;
-Ναι. Καμένη υποθαλάσσια φύση. Κόλαση.
-Μια φορά το αποτόλμησε. Είπε ο Γιάννης με σκυμμένο το κεφάλι σαν να έπαιρνε  ο ίδιος το βάρος της μεταμέλειας. Μετά το πρώτο, ετοιμαζόταν να ρίξει και το δεύτερο.
Από τότε δεν μ αφήνει να παίρνω την βάρκα..
-Μη τον παρεξηγείς και μη τον αδικείς. Σ αγαπάει και σε προστατεύει. Φοβάται μη παρασυρθείς κι εσύ και πάθεις τα ίδια.
-Με…δε ν μπορώ…ένας λυγμός ανέβηκε στον λαιμό του. Κομμένο χέρι και χωρίς το ένα του μάτι.



 Η Αυλή.

Οι φίλοι έκατσαν στον πάγκο κάτω από την σκιά του γέρικου δέντρου.
Ο Αλέκος, έβαλε το πικάπ στη πρίζα και ετοίμασε τους δίσκους. Όλοι σαραταπέντε στροφών βαλμένους με τάξη σε ένα τσαντάκι-άλμπουμ. Τράβηξε έναν.
-Καλέ, ο Γιάννης πού είναι; Μου έδωσε κάποιους στοίχους για διαβάστε. Σε νησιώτικο ρυθμό μπάλου. Και συνέχισε.
«…καμένε μου δενδρολίβανε  κανείς νερό δε σούβανε/
…σε φίλο σ άφησα πιστό…και σ’ άφησε απότιστο…»
-Α. Όχι, όχι, το ξέρω  είναι λυπητερό.  Δεν πάει.
-Αυτό το λέει καλά ο Γιάννης.
-Χωρίς αμφιβολία. Αλλά δεν παύει να σε καταθλίβει.
-Το άλλο που λέει «…τέτοιο σούρουπο ποτέ να μη νυχτώνει γι αυτούς που ζούνε μόνοι…»
-Όχι. Γι ‘απόψε.
-Ωραία πούνε η αυγή όταν γλυκοχαράζει…χαράς τον…
-Κάτι διαφορετικό ρε παιδιά.
-Σωπάτε! Σήμερα σας έχω μια έκπληξη. Θα ακούσετε ένα τραγούδι και θα ξετρελαθείτε.
-Για να δούμε. Μόνο να μην είναι σαν το άλλο που μας είχες βάλει για Ανοιξιάτικα χελιδόνια
-Άκου πρώτα και μετά μου λες.
 Παίρνει τον δίσκο στα χέρια του Απ έξω γράφει. «Σαν θυμηθείς τα όνειρό μου». Θεοδωράκης.
-Μμμμμ, μμμμμ. Ο Μάκης.
-Μούξης. Αυτή είναι καταπληκτική μελωδία. Λέει η Μιλίτσα.
-Κι όμως θα το μάθουμε αφού το ψιθυρίσουμε πρώτα.
-Καλόόόό...
-Αμ τι νομίζετε; Έτσι, τυχαία έχω αναλάβει την διεύθυνση περί των επιλογών του μουσικού προγράμματος;
-Σωστά. Συνήθως τα τραγούδια μας είναι αυτά της Λατινικής Αμερικής.
-Αχ, Ναι καλέ αχ, πόσο μ αρέσουν τα Λατινικά....
-Τραγούδια. Γιατί στα άλλα άσε το πώς σ αρέσουν.
-Κι εμένα μ αρέσουν. Την στιγμή που λέει ο καίσαρ «Χανιμπαλ αντε πόρτας…»
-Γιάννης αντε πόρτας… να δούμε.
-Έλααα. Όλο με κοροϊδεύεις εσύ.
-Μη με παρεξηγείς αφού ξέρεις πως σ αγαπώ και γι’ αυτό μ αρέσει να σε πειράζω.
Εκείνη την ώρα, ο δίσκος άρχιζε να γυρίζει και η βελόνα μόλις ακουμπούσε στο πρώτο αυλάκι της επιφάνειας του.
-Σσσσς!. Κάντε ησυχία.
Η μελωδία ξεχύθηκε από το ηλεκτρόφωνο και καθώς οι άλλοι έδιναν την προσοχή τους στην μουσική…ο Αλέκος έδειχνε μιαν άλλη προσοχή. Προς τα έξω και πάνω από το κτήρι της αυλής προς τον παραλιακό έτσι καθώς πήγαινε κοντά και τέντωνε τον λαιμό του για να δεί μακριά προς το σπίτι της.
Εκείνη την ώρα μια άλλη ύπαρξη έδειχνε κι αυτή την προσοχή της στην παρέα των παιδιών της αυλής.
Ένα κοριτσάκι γύρω στα δεκαπέντε είχε ανέβει στο φαρδύ πεζούλι της μεσοτοιχίας πάνω από τον δρόμο και κοιτούσε προς τα μέσα στην αυλή ακουμπούσε το κορμάκι της στον τοίχο και παρακολουθούσε απ εκεί ψιλά τα παιδιά και άκουγε τα πάντα. Αφοσιωμένοι στα δικά τους δεν την είχαν προσέξει. Ντροπαλή καθώς ήταν δυσκολευόταν να ενσωματωθεί κι αυτή. Πλην όμως χαιρόταν από εκεί σαν να συμμετείχε στα δρώμενα έστω και από μακριά.

-Η Νάντια που είναι; Είπε σιγά στο αυτί της Μιλίτσας.
-Μμμμμ. Σιγά… H σνομπαρία. Tί μας μέλει καλέ…Φορά και εκείνα τα σκουλαρίκια…
Και καθώς τα’ λεγε αυτά η Μιλίτσα σηκώθηκε και έκανε μερικά βήματα με ένα κούνημα όμοιο φουσκοθαλασσιάς και βάλε.
Η μελωδία, είχε φτάσει στο κρεσέντο της όπου ξεχύθηκε στην αυλή και σκέπασε κάθε ψίθυρο.
Όταν τελείωσε, είπε η Φώφη.
-Αχχχχχ, ένα ακορντεόν χρειάζεται, τί καλά που θα πήγαινε.
-Την άλλη φορά.
Πάντως, όλοι ήταν προβληματισμένοι. Κατ αρχήν συμφώνησαν ότι είναι θαυμάσιο τραγούδι, και ίσως για να μη χαλάσουν την διάθεση του φίλου τους που τους το παρουσίασε, μιας και είχαν συνηθίσει σε πιο γνωστά κομμάτια όπως το Πεπίτα, το Βάγια κον Ντίος, ή την Γκαλοπέρα, και άλλα τέτοια ,οι μισοί θέλανε να το μάθουν τώρα οι άλλοι μισοί να το αφήσουν για αργότερα. 
-Το παράδοξο είναι πως ενώ μας αρέσεις και όλοι συμφωνούμε σ αυτό καταλήγουμε να το αφήσουμε στην άκρη. Γιατί θα πρέπει πριν συμφωνήσουμε να πρώτα να διαφωνήσουμε.
-Θαρρώ πως έτσι κάνουν.
Εν τω μεταξύ η ανησυχία μεγάλωνε και μαζί τους και του Αλέκου ο οποίος πήγαινε κι ερχόταν.
-Αμάν. Έχει γούστο να πάθουμε καμιά λαχτάρα απόψε.
-Άσε πια τις προετοιμασίες.
-Ψυχικές, συμπλήρωσε η Χρυσή.
-Και αυτές
-Ε, θ άρθει μην ανησυχείς.
Και ενώ όλοι μιλούσαν για τον φίλο τους που όσο περνούσε η ώρα, συνέχιζε να είναι εξαφανισμένος, η ανυπομονησία του νεαρού οικοδεσπότη ήταν για άλλους λόγους, ο οποίος έδειχνε ότι συμμετείχε κι’ αυτός στην ατμόσφαιρα που είχε δημιουργεί της αναμονής. Όμως η δική του προσμονή ήταν της γνωστής ανοιξιάτικης πνοής. Αυτής που φυσά σε κάθε νεανική καρδιά και μαζί της φέρνει τις ωραιότερες μουσικές παιγμένες από μια πάντα μοναδικής ενορχήστρωσης που δονεί όλες τις μικρές και μεγάλες χορδές του είναι του.

Η συζήτηση είχε φουντώσει για τα καλά Όταν ξαφνικά την συζήτηση περί της αναμενόμενης απόφασης για το αν θα συμπεριληφθεί στο άμεσα προσεχές ρεπερτόριο το τραγούδι ή όχι σκέπασαν κάποιες άλλες δυνατές φωνές και θόρυβοι που ερχόντουσαν απ έξω από την μεριά της παραλίας και της θάλασσας.
Οχλοβοή…Αντάρα.
-Τι γίνεται εκεί έξω;
-Πάμε να δούμε.
Τα παιδιά παράτησαν τα όργανα και έτρεξαν όλα προς το κτήρι. Σκαρφάλωσαν, γιατί  το κτήρι ήταν πιο ψηλό από το μπόι τους, έβγαλαν τα κεφαλάκια τους προς τα έξω για να δουν τι είναι αυτό προκάλεσε την έντονη φασαρία.

Έτσι όπως ήταν αφοσιωμένοι στα δικά τους σχέδια δεν είχαν αντιληφθεί, εν τω μεταξύ, την τράτα που είχε ρίξει σίδερο μπροστά στο λιμεναρχείο.

Στην ακτή μαζεμένος κόσμος. Η τράτα παρουσίαζε ένα θέαμα οικτρό.
Λες και είχε προηγηθεί επιδρομή πειρατών και μετά, αφού είχε δώσει την νικηφόρα μάχη μάζευε τις πληγές της, τόσο στο τσούρμο όσο και στην κουβέρτα.

Δίκτυα μπλεγμένα, άλλα κουρελιασμένα σκόρπια κομμάτια, ψαροκασσέλες  αναποδογυρισμένες. σχοινιά μπερδεμένα μαζί με βαρούλκα το αμπάρι ανοικτό να χάσκει με τις σανίδες του βγαλμένες και πεταμένες.
 Κάποιοι έτρεχαν στην κουβέρτα χειρονομώντας πάνω κάτω. Και στην συνέχεια ένας –ένας να πηδούν από το κοράκι της πλώρης στον μόλο.
Στο σκάφος έμεινε ένας νεαρός ναύτης. Είχε αστείο πρόσωπο, κοντό λαιμό, μικρό ανάστημα και μάλλον γεματούτσικος. Φόραγε, μπλούζα κόκκινη με ρίγες και ένα λευκό καπέλο ναυτικό σαν αυτά που φοράνε οι Αμερικανοί ναύτες. Η ομιλία του ήταν ψευδή. Στην πρύμνη έστρωνε τον κάβο σε μια κουλούρα . Κάτι μουρμούραγε. αλλά δύσκολα καταλάβαινες τι έλεγε. Σε ένα διάλυμα της φασαρίας ξεχώριζες μια λέξη.
-Εμ. Το σωστό…σωστό. Και συνέχισε, αφού σήκωσε το κεφάλι του και απευθυνόμενος σε κάποιον που είχε πηδήξει στην στεριά και τον παρατηρούσε απ εκεί.
-Εγώ! Λέω! Πάλι! Να περιμένουμε τον καπετάνιο να δούμε τι θα κάνουμε.
Αλλά όπως έδειχναν τα πράγματα κανείς δεν του έδινε σημασία.
Τότε ένας άλλος πιο μεγάλος απ τον ναυτάκι και μεγαλόσωμος που στεκόταν έξω στον μόλο και έδειχνε να κάνει την μεγαλύτερη φασαρία, ενώ οι άλλοι τον παρακολουθούσαν, φαινόταν να έχει το γενικό πρόσταγμα, είπε στρεφόμενος προς τον νεαρό του καϊκιού.
 -Εγώ κάνω κουμάντο τώρα, και εγώ θα σου πω τι θα κάνεις. Συνέχισε την φράση του με διακοσμητικά τέτοια που τα φύκια του παραπλεύρου μικρού βράχου κατατρόμαξαν από την αγριάδα του.
-Εγώ…λέω να περιμένουμε αντέτεινε με θάρρος ο μικρός.
-Άει πάγενε ρε. Δώσε μου εδώ το σχοινί.
-Όχι.
Τα παιδιά δεν είχαν καταλάβει προς τι αυτός ο διάλογος.
Και σε μια στιγμή ο Μάκης δείχνει με το χέρι του την μια μπάντα της τράτας.
-Εκεί. Κοιτάξτε εκεί, λέει με δυνατή φωνή.
-Ά. Έκανε η Φώφη με τρόμο.
-Μια χελώνα.
Μια θαλάσσια χελώνα. Πελώρια. Ένα σχοινί την κρατούσε στην άκρη της αριστερής κουπαστής. Προφανώς είχε ανασυρθεί με τα δίκτυα αφού μπλέχτηκε σ’ αυτά καθώς έψαχνε για την τροφή της.
Η δύστυχη φαινόταν ζαλισμένη και παντού έφερνε δείγματα μιας βάναυσης μεταχείρισης.

Τα παιδιά, προ της αναπάντεχης εξελίξεως των συμβάντων  άφησαν το κτίρι και την αυλή και ξεχύθηκαν στον δρόμο. Από πίσω τους η μικρή Ελενίτσα τρέχει κι αυτή τελευταία ακολουθώντας τους άλλους περισσότερο από ένστικτο αλληλεγγύης προς την παρέα αλλά και με άφθονη περιέργεια για να δει και αυτή τι συμβαίνει .
-Μη, μη την πειράξετε καλέ. Φώναξε με όση δύναμη είχε η Φώφη.
Ανήμπορα όμως απέναντι στους μεγάλους τι να κάνουν. Ο μόνος τους σύμμαχος έδειχνε να είναι ο νεαρός ναύτης με το λευκό ναυτικό καπέλο.
-Όχι. Λέω όχι. Και με μια κίνηση πετά την κουλούρα-σχοινί στην θάλασσα.
-Τώρα θα σου δείξω εγώ ρε. Λέει ο άγριος. Και με ένα σάλτο βρίσκεται στην κουβέρτα και κατευθύνεται κατά πάνω του με καθόλου διπλωματικό τρόπο.
Το ναυτικό καπελάκι έτρεχε γύρο από το βίντζι να προφυλαχτεί.
Αυτός όμως με δυο δρασκελιές τον έφτασε και τον στρίμωξε για καλά. Ο μικρός, του οποίου η σπίθα της ναυτικής παράδοσης και της λεβεντιάς είχε ήδη φουντώσει για καλά μέσα του, και εκεί που ήταν έτοιμος να τον αρπάξει ο άλλος αυτός σκύβει σβέλτα. Τότε ο επίδοξος παλαιστής, καθώς είχε ανοικτά τα χέρια έτοιμος να τον αγκαλιάσει, με την φόρα που είχε πάρει, πέφτει με όλο το σώμα στον μικρό που είχε μεταβληθεί σε σκαμνάκι. Χάνει το κέντρο βάρους του και βρίσκεται φαρδύς πλατύς πάνω στην κουβέρτα.
Ο μικρός σηκώνεται αλλά αυτή την φορά ο άγριος τον πιάνει από το πόδι. Μη μπορώντας να ξεφύγει πέφτει κάτω. Ο άλλος σηκώνει το χέρι του και είναι έτοιμος να ξεσπάσει την λύσσα του πάνω στο παιδί.

Εκείνη την στιγμή ένα τράνταγμα, σαν σε βρόντο από πολλά στοιχειά της θάλασσας υψώνεται βοή και σαν μπουρίνι ξαφνικό σείεται όλο το σκαρί, σαν σε φύλλο καμωμένο.
Η μια του πάντα γέρνει τόσο που το παραπέτο γίνεται ένα με την επιφάνεια του νερού και κινδυνεύει να το σκεπάσει η θάλασσα.
Παφλασμός νερού με τα απόνερα να τινάζονται σαν πίδακας που φτάνει στο πεζούλι της ακροθαλασσιάς.
Όλοι τα χάνουν με το ξαφνικό.
Κάθε ομιλία και διαπληκτισμός παύει. Στρέφουν την προσοχή τους στο καΐκι.

Δεν έχουν συνέλθει ακόμη καλά και βλέπουν…
Πίσω και από την δεξιά μπάντα να απομακρύνεται γοργά μια βάρκα με το πανάκι της  να σηκώνεται και να φουσκώνει. Και πίσω της διακρίνεται η χελώνα, να σέρνεται δεμένη.

Το σκαρί της βάρκας φαντάζει. Είναι η βάρκα του Γιάννη.

Το τι ακολούθησε δεν λέγεται.
Ξεφωνητά χαράς χοροπηδήματα και παλαμάκια.
Σ΄ αυτό το πανηγύρι ενώθηκε το λευκό ναυτικό καπέλο στην τράτα που στην άκρη του χεριού ως σινιάλο χαιρετισμού συνοδευόμενες με ξέφρενες ιαχές χαράς.
Περήφανοι για τον φίλο τους.

Να τώρα ξεχωρίζουν καλύτερα τη σιλουέτα του τιμονιέρη της βάρκας.
Σβέλτα, ορτσάρει. Γέρνει ελαφρά.
Μα μια έκπληξη απλώνεται στα πρόσωπα των μικρών φίλων.
Αναγνωρίζουν.
Και με μια φωνή όλοι…
-Ο Μπάρμπα Λευτέρης !!!
Αυτός ήταν ο ήρωας.
Όρθιος, με μια δρασκελιά πάει στην πρύμνη. Τραβά το σχοινί. Το πληγωμένο ζώο ελευθερώνεται.

Τότε μόνο πρόσεξαν ότι ο Γιάννης, είχε έλθει και είχε σταθεί πίσω στα σκαλιά του μικρού δρόμου ακουμπισμένος στην γωνιά με το ένα του χέρι στηριγμένο στον τοίχο για να μη πέσει. Κοιτούσε με βουρκωμένα μάτια από συγκίνηση τα διατρέξαντα με τον πατέρα του.

Και πιο κει κάποιοι άλλοι βοηθούσαν βουβοί να βγει από το νερό ο αψής. Στάζοντας από την κορφή και να μη καταλαβαίνει το τι είχε τρέξει.

Εκείνο το βράδυ δεν ήξερες αν αυτό που έλαμπε περισσότερο ήταν η πανσέληνος, τα ήσυχα νερά του μικρού όρμου, η βάρκα του Γιάννη, τα πρόσωπα των φίλων στα οποία είχε προστεθεί ο Μπάρμπα Λευτέρης και ένας νεαρός με το αστείο καλοσυνάτο πρόσωπο και το λευκό ναυτικό καπέλο, με την Νάντια  δίπλα του, η οποία δεν ξεκόλλαγε τα μάτια της από πάνω του, τα ορθάνοικτα παράθυρα των σπιτιών ή όλο το νησί…
Ο Αλέκος, έχει παραχωρήσει την θέση του στο ναυτάκι. τώρα, κάθετε στα σκαλάκια της εισόδου του Λιμεναρχείου-οικίας να αγναντεύει το πέλαγο και το πανάκι που πλέει κατά μεσοίς του ορίζοντα μέσα στο χρυσαφένιο μονοπάτι της Σελήνης.

 Η νυκτερινή αύρα έφερνε τους ήχους της αγαπημένης του μελωδίας και μαζί της τις φωνές της παρέα από τη βάρκα.
«…Σαν θυμηθείς το όνειρό μου/ σε περιμένω ν΄αρθείς/ ένα τραγούδι του δρόμου να δεις όνειρο μου/ το καλοκαίρι που θάρθει τα αστέρι με φως να ντυθείς…με φως να ντυθείς…»

Στο αυτή του έφτασαν σαν ψίθυρος οι στίχοι του τραγουδιού. Κι όμως δεν ήταν οι φωνές των φίλων του από την βάρκα. Ακουγόταν τόσο καθαρά και τόσο κοντά…
Γύρισε προς τα εκεί που ερχόταν ο ήχος. Ένα γλυκό ξάφνιασμα τον περίμενε σαν έκπληξη.
Κοντά του και δίπλα του είχε καθίσει το ντροπαλό κορίτσι της πάνω γειτονιάς.
Αναρωτήθηκε, αν το πρόσωπο που έλαμπε ήταν από το φεγγαρόφωτο ή το κάλεσμα της μουσικής ευτυχίας…
 

Πάνω στα ήσυχα νερά ταξιδεύει πάντα μια ελπίδα…και ο έρωτας πιασμένος χεράκι ονειροπολεί στο άπυρο των συναισθημάτων και της ζωής.
Όνειρο μιας σκιάς.
Η θαυμαστή λάμψη μιας ακτίνας φτάνει για να γίνεις Άνθρωπος.
Να γίνεις Θείος.

Αλέξανδρος Αλεξάκης.





























 














Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου