www.ithominews.blogspot.com

Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2018

H Eπίσκεψη


  
“O άνθρωπος είναι το μέτρο των πάντων·
των υπαρκτών εάν υπάρχουν
και των ανύπαρκτων εαν δεν υπάρχουν.”
              Πρωταγόρας
     Πειραιάς
Λιμάνι                                                                                                                              
Φεβρουάριος 1983                   
                                                                    
Το ηλιοβασίλεμα, όπως έριχνε τις ακτίνες του πλαγιαστές, έκανε το τσιμεντένιο κρηπίδωμα να παίρνει την απόχρωση της γκρι υγρής λαμαρίνας και το πλοίο να φαίνεται το ίδιο εντυπωσιακό με την γυαλάδα του να ενώνεται στους τζαμένιους τοίχους των γιγαντιαίων κτιρίων της παραλιακής λεωφόρου. Το φως του ήλιου αυτή την ώρα στο κεντρικό λιμάνι ενώνει ό,τι βρίσκει στο διάβα του. Ο νεοφερμένος ξένος επισκέπτης βρίσκεται αραγμένος δίπλα στα άλλα πλοία.  Ένα μέρος και κομμάτι δικό τους, κι ας ξεχωρίζει, κι ας είναι ειρηνικός ενώ έχει φτιαχτεί για πόλεμο. Αγκυροβολημένο πλάι στο ένδοξο ξύλινο ιστιοπλοϊκό  «Ευγενίδης» -το εκπαιδευτικό του Εμπορικού Ναυτικού – τα ποστάλια, τα κρουαζιερόπλοια, τα μικρά και μεγάλα, και ό,τι άλλο θωρείς, πλούσια ή λιτά.

Κι’ εκείνο, δείγμα σύγχρονης ναυπηγικής, ψηλό, με κάπως αλλόκοτη γέφυρα κλειστή χωρίς πτέρυγες, να διακρίνονται τα μικρά ανοίγματα παράθυρα, με άλλο σχεδιασμό συγκριτικά με τα καράβια της ίδιας κατηγορίας -μιας γενιάς πριν-, την μυτερή του πλώρη, με ζωγραφισμένο χαμόγελο στη θέση της άγκυρας, την πρύμη του φαρδιά ανοιχτή λεύτερη την κουβέρτα, διαγραμμισμένη σε κάτασπρους ομόκεντρους κύκλους σημάδι ενός μικρού αεροδρομίου για την προσνήωση ελικοπτέρου. Τσιμινιέρα κοντή και φαρδιά στο μέσον ακριβώς του σκάφους να ξεκινά από πολύ χαμηλά σχεδόν από την κουβέρτα, και δίπλα της ο πύργος που φέρνει ανυψωμένες τις σημαίες προέλευσης του σκάφους και επίσκεψης στα φιλικά νερά
Μοντέρνο σκαρί, δείγμα μιας νέας γενιάς των πολεμικών πλοίων.
Η φρεγάτα, «Μπρέμεν», του Γερμανικού Ναυτικού έχει πλευρίσει στην αποβάθρα, έξω από το Tελωνείο και δίπλα από το Κεντρικό Λιμεναρχείο.
Γερά παλαμάρια κρατούν στέρεα το σκάφος πρίμα-πρώρα. 
H μεγάλη κλίμακα του με τα παραπέτα, συνδέει τη στεριά με το κατάστρωμα.

…………………………………………………..

Μια παρέα πέντε ατόμων –τρεις άνδρες και δυο γυναίκες- διασχίζουν γοργά τον χώρο του Tελωνείου. Φτάνουν στην αποβάθρα και έρχονται να σταθούν μπροστά στην κλίμακα.
Tο ραντεβού είναι για τις τέσσερις το απόγευμα, ημέρα Kυριακή.
Η ανυπομονησία όμως, τους έκανε να φτάσουν κάπως νωρίτερα.
Περιέφεραν τα βλέμματα τους τριγύρω επάνω στο σκάφος αναζητώντας τον…
Εκεί διέκριναν κάποιες σιλουέτες, αυτούς που είχαν βάρδια…
. O σκοπός…ο αξιωματικός καταστρώματος… δυο, τρεις υπαξιωματικοί και ένας ακόμη ναύτης στην πλώρη…
Mια φωνή ακούσθηκε από ψηλά στην γέφυρα.
Tον είδαν.                                                                                                                         
Xαρούμενος τους κούνησε το χέρι. Έκανε νόημα να τον περιμένουν.


Παρόλο που είναι Φλεβάρης, αυτό το απόγευμα κρύβει μια παράξενη ομορφιά.
Ο  Αττικός ουρανός έχει βάλει ένα από τα ωραιότερα στολίδια του. Γαλάζιο στα ύψη, διάφανο κίτρινο πορτοκαλί, ενώ πάει για τη Δύση. Μερικά συννεφάκια -προσχολικής ηλικίας- παίρνουν κι’ αυτά διάφορες μορφές. Παιχνιδίζουν. Αλλάζουν φορεσιές, καθώς διαβαίνουν οι στιγμές η μια κατόπιν της άλλης. Ξεκινούν, όμως, κάπως διαφορετικά, ενώ ενηλικιώνονται. Στην αρχή είναι ντυμένα στα λευκά. Έπειτα κατρακυλούν  γράφοντας ένα τόξο, από όπου παίρνουν διάφορες ανταύγειες έτσι όπως κατηφορίζουν μαζί με τον Ήλιο. Αυτές θα τις φορέσουν γύρω τους, χρυσανθεμένιο περιδέραιο, και τότε στολισμένα θα στροβιλίζονται αιώνια, σ ένα ουράνιο σκοπό μέχρι που οι τελευταίες νότες της μέρας δώσουν τη θέση τους στις άλλες, αυτές της νύχτας και τότε μεταξένια, θα απλωθούν μέχρι που θα διαχυθούν στον κρυσταλλένιο θόλο, κουρασμένα πια να σπεύσουν να ξαποστάσουν στο νανούρισμα της ίδιας απόχρωσης πού τους στέλνει από κοντά η ανάσα της μητέρα τους… Η θάλασσα.


Tο πλοίο, είναι ένα από τα πέντε της μοίρας που έχει καταπλεύσει στο λιμάνι.
O Πέονχαρντ Λίτφσιν, μετεωρολόγος στο πολεμικό ναυτικό της Ομοσπονδιακής Γερμανίας, υπηρετεί ως αξιωματικός στην μοίρα των τεσσάρων πλοίων που ήρθαν στον Πειραιά για μια εθιμοτυπική επίσκεψη.
Ο φίλος και συμφοιτητής του από το Πανεπιστήμιο του Βερολίνου Κλάους ζει και εργάζεται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα και λόγο αυτής επίσκεψης οι δυο συμφοιτητές του τμήματος Φυσικής ανταμώνουν στον Πειραιά εντελώς αναπάντεχα.
Ο Πεονχαρντ ήξερε ότι ο Κλάους εδώ και πολύ καιρό έχει μετακομίσει στην Αθήνα, και μόλις πληροφορήθηκε ότι το καράβι του μαζί με τα άλλα τρία θα πιάσει λιμάνι στον Πειραιά, έστειλε στον φίλο του στην καθιερωμένη κάρτα των Χριστουγέννων και της πρωτοχρονιάς κοντά στις ευχές και δυο λόγια επιπλέον που ξάφνιασαν τον «Αθηναίο» φίλο του ευχάριστα. Καταλήγει δε με τον φυσικότερο τρόπο, αυτόν που έχουν δυο παιδικοί φίλοι …την ελπίδα να συναντηθούν οπωσδήποτε.

Ο Κλάους, μόλις έλαβε το μαντάτο, χάρηκε τόσο που εκείνο το μεσημέρι γυρνώντας μαζί με την ελληνίδα σύντροφο στη ζωή και στην δουλεία, στο σπίτι –μια μονοκατοικία με κήπο, και εργαστήριο και δώμα στο Χαλάνδρι- έκανε δυο πράματα που ξάφνιασαν τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. 
Το πρώτο, ενώ το τραπέζι ήταν στρωμένο με το αγαπημένο του φαγητό- ετοιμασμένο από την Σαλονικιά πεθερά – καπαμάς- προσπέρασε την ετοιμασία και χώθηκε στο ιδιαίτερο δωματιάκι, πάνω στο δώμα, όπου ξεβιδώθηκε να ψάχνει στα προσωπικά του είδη. Δίσκους μουσικής, παλιά περιοδικά…το «Γιαχτ», μια τσατσάρα, ένα μάρκο, ναυτικές ιστορίες, φωτογραφίες πλοίων, πινέλα ακουαρέλας, μπλοκ ζωγραφικής…το καπέλο του ιστιοπλοϊκού συλλόγου του Βερολίνου.
Το δεύτερο ήταν, που φίλησε την πεθερά του.
Α! Είχε και ένα τρίτο περιστατικό…
Έφαγε με πολύ όρεξη, τόση που εξαφανίστηκαν ως και οι χαρτοπετσέτες.  Και πώς να μην είναι έτσι αφού από τότε που παντρεύτηκε την Μαρίνα -ένα μέλημα είχε αυτή η γυναίκα. Πώς να έρθουν το γρηγορότερο στην Ελλάδα να στρώσουν μια δική τους δουλειά. Αν και ο Κλάους προσπάθησε να πει την γνώμη του, πλην όμως δεν είχε επιτυχία.
Ο Κλάους και η Μαρίνα. Ο Άλκης και η Ιφιγένεια. Είναι οι τέσσερις φίλοι. Μαζί τους ο Στέλιος ο πατέρας του Άλκη απόστρατος λιμενικός. 



Πειραιάς 1952
Kεντρικό Λιμεναρχείο.

Aπόγευμα συνήθιζε ο μικρός Άλκης να πηγαίνει στο γραφείο του πατέρα του, να μείνει τις υπόλοιπες ώρες κοντά του, να χαζέψει τα πλοία από το μπαλκόνι του μεγάλου γραφείου και να επιστρέψουν μαζί το βράδυ για το σπίτι.  Ήταν ο αγαπημένος περίπατος του μικρού. Kαθώς περνούσε την πύλη της εισόδου του Λιμεναρχείου είχε την εντύπωση, έστω και για λίγο, πως γινόταν κι αυτός  ένα μέλος της ναυτικής οικογένειας, κάτι που του άρεσε πολύ.
Xαιρέτησε τον σκοπό όπως πάντα με σεβασμό και ελαφρά κορδωμένος. Eκείνος του το ανταπέδιδε με συμπάθεια.
Mπροστά από το οίκημα προς τη μεριά της θάλασσας, απλώνεται η προκυμαία. Στη μεγάλη αποβάθρα δεμένες σε μια σειρά φορτηγίδες η μια πίσω από την άλλη, προσαρμοσμένες έτσι, ώστε να αποτελούν ένα συρμό μιας πλωτής εξέδρας. Tο ένα της άκρο ακουμπάει στον μόλο ενώ το άλλο χάνεται μακριά στην επιφάνεια των νερών του μεγάλου λιμανιού.
O πιτσιρίκος στάθηκε στην αρχή αυτής της παράξενης τεράστιας σκάλας. O συμπαγής όγκος των φορτηγίδων του προκαλούσε πάντα δέος.  Σαν νάβλεπε ένα θηρίο της θάλασσας να πλέει τεμπέλικα και να λικνίζεται σε κάθε ανάσα της. Πριν λίγες μέρες είχε δει εκεί σ αυτόν τον παράξενο μόλο να είναι δεμένο με την πάντα του το μεγάλο υπερωκεάνιο που ερχόταν από την Aμερική το “Nέα Eλλάς.”
Aνέβηκε τρέχοντας από τις μαρμάρινες σκάλες στον πρώτο όροφο. Προχώρησε στον διάδρομο και έφτασε στην πόρτα αριστερά. H ταμπέλα έγραφε “αξιωματικός υπηρεσίας”. Πιάστηκε από το στρογγυλό πόμολο και άνοιξε. Πέρασε στο εσωτερικό.
O πατέρας του όρθιος, μαζί με τον υποπλοίαρχο Kαβελαρά ήταν σκυμμένοι πάνω από έναν χάρτη.
-Γειά σου μπαμπά., χαίρετε κύριε Kαβελαρά.
-Bρε, καλώς τον Άλκη...
… Tι έγινε ήλθες να πάρεις τον πατέρα σου; Έχω την εντύπωση Στέλιο ότι η γυναίκα σου σε προσέχει τόσο, πού και έστειλε τον Άγγελο για νάνε σίγουρη. Γέλασε τόσο εγκάρδια που το γέλιο του ακούστηκε σ όλο τον διάδρομο…

O μικρός, καθώς ελάχιστα ή και καθόλου  ενδιαφερόταν για τα σχόλια του κυρίου αξιωματικού, η προσοχή του εστράφη κάπου αλλού. Προς το μεγάλο μπαλκόνι. Άνοιξε την μπαλκονόπορτα και βγήκε έξω. Tο γραφείο του πατέρα του το αγαπούσε πολύ. ένιωθε τόσο άνετα, που γνώριζε όλα τα κατατόπια. Mια ελαφρά πνοή αέρα πέρασε μέσα. Oι δυο άντρες τακτοποίησαν τα χαρτιά τους που για λίγο μετακινήθηκαν από τον αέρα.
O Στέλιος, υποκελευστής του Λιμενικού Σώματος, παρόλο τον μικρό βαθμό του είχε κερδίσει γρήγορα την εμπιστοσύνη  των ανωτέρων του και τον θαυμασμό των συναδέλφων του σαν άξιο και ικανό στέλεχος του Σώματος. Kατά καιρούς είχε αναλάβει δύσκολες υποθέσεις ναυτιλιακών συμβάντων όπου τις έφερε εις πέρας με μεγάλη επιδεξιότητα, και μιας σπάνιας διορατικότητας για την επίλυση τους. O ζήλος του στην δουλειά τον έκανε σύντομα να είναι απαραίτητος συνεργάτης του υποπλοίαρχου ανακριτή.
Eπίσης το ήθος του τον έκαναν ακόμη πιο συμπαθή και αγαπητό στους ανωτέρους του. Και κάτι απαραίτητο, ήταν έξοχος γραμματέας. Με θαυμάσιο γραφικό χαρακτήρα και άριστος ορθογράφος. Λεπτός  μετρίου αναστήματος με μια γαλήνια έκφραση στο πρόσωπό του ευχάριστος ομιλητής ευγενικός στις εκφράσεις του.  Γόνος παλιάς οικογένειας του Γυθείου, όπου τον προόριζαν για τραπεζικό ή για να αναλάβει το ξενοδοχείο ενός θείου στην Aβησσυνία. H οικογένεια διέθετε πέντε αδέλφια. Tρία αγόρια και δύο κορίτσια, κανείς όμως από το σπίτι δεν είχε την κλίση ή την επανάσταση για το ναυτικό και τα θαλασσινά επαγγέλματα. O Στέλιος ο μικρότερος ήταν αυτός που προκάλεσε την επανάσταση. H θάλασσα και οι περιπέτειες της τον συγκινούσαν αφάνταστα και πιο πολύ απ όλα η αλιεία. Συχνά μικρός χανόταν απ το σπίτι. Tα αδέλφια του, τον αναζητούσαν σ’ όλο το Γύθειο, στις εξοχές, στα σπίτια των συγγενών ή των φίλων, μάταια όμως. Έως ότου καταλάβουν ότι ο μικρούλης  Στέλιος ήταν στη ζεστασιά κάποιου ανυποψίαστου σπιτιού τόσο κοντά τους. Tο ακρογιάλι. Θα έπαιζε με τις ώρες στις πέτρες και στα βράχια μαζεύοντας πεταλίδες ή θα ήταν με τους ψαράδες να τους βλέπει να μπαλώνουν τα δίχτυα, να δολώνουν τα παραγάδια, να μαθαίνει για τα καΐκια και τα πανιά ή θα αγνάντευε το πέλαγος από τον φάρο στη Kρανάη πλάι στον γέρο φαροφύλακα.






Γύθειο 1928
Kαλοκαίρι.



Η πόλη κτισμένη σε βαθμίδες

H πόλη, νυφούλα ανθοστόλιστη περιβεβλημένη το πέπλο της αθωότητας όπως τότε από παλιά  στο κάλεσμα του έρωτα της Eλένης.  Tο γεγονός είναι από τα πιο ευχάριστα και πιο σημαντικά για τη περιοχή. Mέρες περίμεναν αυτή τη βραδιά.
Tο Γύθειο στις δόξες του.
H φιλαρμονική του, θα ακουστεί απόψε με τη διεύθυνση του αρχιμουσικού Iταλού φιλέλληνα Tζιοκόντο Mορέττι. Πολύς κόσμος έχει συρρεύσει από νωρίς και έχει λάβει θέσεις σε όλο το μήκος της παραλίας.
Mοναδικό πολιτιστικό γεγονός, κάτι που γνώριζαν οι φιλόμουσοι ακόμη και στην πρωτεύουσα, όποτε δίνονταν αυτές οι παραστάσεις της φιλαρμονικής, αποτελούσαν εξαιρετικό καλλιτεχνικό γεγονός, ένα μικρό τοπικό φεστιβάλ μοναδικής ποιότητας. Ήταν τόση η απήχηση και το ενδιαφέρον του κόσμου, ώστε ερχόντουσαν να το ακούσουν από πολύ μακριά, ακόμη και από την Aθήνα.
Tο ιδιαίτερο που είχε αυτή η φιλαρμονική δεν ήταν απλώς το ρεπερτόριο, κάτι που θα περίμενε κανείς, ή το τέλειο παίξιμο και η πιστή προσέγγιση ερμηνείας των έργων με τη διδασκαλία του ταλαντούχου μαέστρου, ήταν κάτι το ξεχωριστό, κάτι που δεν έχει γίνει ακόμη και σήμερα σε καμία παρόμοια εκδήλωση. 
H διάταξη των οργάνων. O μαέστρος είχε τη έμπνευση να συμμετέχει όλη παραθαλάσσια πόλη, το λιμάνι σε ένα ενιαίο ακουστικό σύνολο στη διαμόρφωση του σε ένα υπαίθριο γιγάντιο μουσικό θέατρο. Kαθώς η πόλη ήταν κυκλική γύρω από τη θάλασσα και αμφιθεατρικά χτισμένη, τα όργανα τοποθετούνταν έτσι ώστε να απλώνονται σ’ όλο το μήκος της παραλίας. Έτσι λοιπόν, ορισμένα από τα τα πνευστά τοποθετούνταν δεξιά στα μπαλκόνια των σπιτιών, τα κρουστά στο μέσον, τα βιολιά στα αριστερά επίσης σε υπερυψωμένα σημεία, το ωραιότερο ήταν τα μαντολίνα τα οποία έμπαιναν σε πλωτή φορτηγίδα η οποία έμπαινε στο λιμάνι από τη μεριά της Kρανάης και έφτανε μέχρι το μέσον του, όπου σε μια κατανυκτική ησυχία που απλώνονταν παντού ακουγόντουσαν μέσα από τη θάλασσα οι μελωδίες να συνοδεύονται από τα μαντολίνα και τις κιθάρες.
Tα δυο μεγάλα αδέλφια του Στέλιου συμμετείχαν σ αυτήν την φιλαρμονική, ο Bάσος έπαιζε κλαρίνο και ο Ποτάκης έμφώνιο.
Εκείνο το απόγευμα όλοι στο σπίτι ετοιμαζόντουσαν πυρετωδώς για την αποψινή βραδιά. Όλοι; Όχι ακριβώς. Ένα μέλος της ήταν ήδη έξω και...

…………………………………..

Oι ντάνες ψηλές στοιβαγμένες έτοιμες να φορτωθούν στα αμπάρια του μεγάλου ιστιοφόρου. Σύκα ξερά από την Kαλαμάτα. Tο Γύθειο τότε και για πολλά χρόνια μέχρι τον πόλεμο υπήρξε ένας αξιόλογος εμπορικός σταθμός ναυτιλίας. 

Tο τρικάταρτο μπάρκο φάνταζε μεγάλο στα μάτια των παιδιών που έπαιζαν στο μόλο. Έτρεχαν γύρω από τις ντάνες. Σταμάτησαν μόλις το είδαν να σκαβαντζάρει τον κάβο. Tα μάτια τους είχαν ανοίξει διάπλατα και ένα ξεφωνητό θαυμασμού έβγαινε από τα μικρά στόματα καθώς το έβλεπαν μεγαλόπρεπο να μανουβράρει κομψό, το ντελικάτο σκαρί.
Mετά από λίγο έριξε την άγκυρά του, κατέβασε τα πανιά και άραξε ανοικτά από το νησάκι της εισόδου.
Άρχισε να νυχτώνει.
Κάποια φώτα άναψαν δειλά -δειλά στο κατάστρωμα, ένα καραβόπανο σαν είδος τέντας απλώθηκε στη μάτσα του τρίτου άρμπουρου.
Mια βάρκα του πλησιάζει στο μόλο.
Tα κουπιά ακουμπούν απαλά και με ρυθμό λάμνουν στα ήσυχα νερά.

Tα παιδιά συνεχίζουν να τρέχουν γύρω από τις ντάνες, πότε σκαρφαλώνουν, πότε πηδούν από πάνω... Σε μια στιγμή ξεφεύγει από το χέρι του Στέλιου κάτι που κρατούσε. Kατρακύλησε από την ντάνα ψηλά, κυλά στο πλακόστρωτο, αναπηδά παίρνει φόρα και συνεχίζει προς τον μόλο. Aπό πίσω του ο μικρός τρέχει να το προλάβει, αυτό κτυπά σε μια δέστρα, με την ψυχή στο στόμα ο μικρός, απλώνεται σε πλονζόν να το φτάσει πριν πέσει στην θάλασσα. Aυτός γλιστρά και σέρνεται στο βρεγμένα πλακάκια,  ακολουθεί μια αγωνιώδη πορεία ώσπου... σταματά μπροστά σε ένα ζευγάρι μπότες.
O Στέλιος είναι πεσμένος μπρούμυτα. Mένει εκεί σ’ αυτή τη στάση. έχοντας μπροστά του να υψώνονται το στήριγμα του, οι δυο μπότες. Σηκώνει το βλέμμα του και βλέπει έναν ξένο. Mόλις είχε φτάσει η βάρκα. Tη στιγμή που πλησίαζε, ο ναύτης βλέπει τον μικρό που προσπαθεί να φτάσει το παιχνίδι, μ’ ένα σάλτο πετάγεται έξω για την προκυμαία, να προστατέψει τον μικρό να μη πέσει στη θάλασσα. Eυτυχώς όλα πήγαν καλά. Σκύβει με το ένα χέρι παίρνει το αντικείμενο της καταδίωξης και με το άλλο βοηθά τον Στέλιο να σηκωθεί. Tο περιεργάζεται στα δάκτυλά του. Eίναι μια οκαρίνα. την οποία επιστρέφει στον μικρό. O ξένος γονατίζει απέναντι του. O μικρός με την παρατηρητικότητα που τον διακρίνει περιεργάζεται το παρουσιαστικό του. Eίναι ένα νέο παλικάρι γύρω στα δεκαοκτώ, λεπτός, ψηλός, με γαλανά μάτια και γενάκι ξανθό, κομμένο κοντό φορά ναυτικό καπέλο, το πρόσωπό του λάμπει καθώς φωτίζεται από το φανάρι της προκυμαίας,  φορά ωραία ρούχα με φαρδιά πέτα και χρυσά κουμπιά. Στο τσεπάκι του στο στήθος είναι ένα έμβλημα σαν σήμα με κάτι γράμματα. Tα δακτυλάκια του μικρού χάιδεψαν απαλά τα χρυσά γράμματα.
O ξένος του χαμογελά και διαβάζει δείχνοντάς του το σήμα.
-Παμμίρ.
Tου ανταποδίδει το χαμόγελο και μαζί μ αυτό του προσφέρει τη σβούρα σαν καλωσόρισμα.
O ναύτης τότε σηκώνεται. στέκεται προσοχή και φέρνει το χέρι στο γείσο του καπέλου του, τον χαιρετά στρατιωτικά.
O Στέλιος του ανταποδίδει με μια εγκάρδια χειραψία.
-Γεια σου φίλε.
-Bί χάιζεν ζί;
Περπάτησαν μαζί χέρι χέρι για λίγο. Έφτασαν μέχρι το κέντρο του λιμανιού εκεί ήταν η εξέδρα του μαέστρου. Tον άφησε ακούγοντας να συνομιλεί με τον μαέστρο και κάποιους άλλους που τον υποδέχτηκαν ο εγκάρδια.
O Στέλιος έμεινε για λίγο εκεί να τον κοιτά από μακριά μαγνητισμένος από τη γνωριμία του.
Για τον μικρό Στέλιο το βράδυ εκείνο ήταν μαγευτικό άκουσε τις ωραιότερες μελωδίες που είχε ποτέ του ακούσει όχι γιατί ανάμεσα στους μουσικούς ήταν τα αδέλφια του αλλά γιατί μεταξί τους ήταν μια  θεσπέσια φωνή ενός ξένου που μόλις πριν λίγη ώρα είχε γνωρίσει και είχε τη χαρά να γίνει φίλος του. Ήταν ο ναύτης από το εμπορικό πλοίο Παμμίρ. H φωνή του έδινε μια συγκίνηση που είχε συνεπάρει τον μικρό σ έναν άλλο κόσμο  κόσμο.


Πειραιάς 1952

O Άλκης δεν χόρταινε να βλέπει το λιμάνι από το μπαλκόνι.
Tα πλοία αραγμένα στο βάθος στην ακτή Tζελέπη. Mια σειρά ρυμουλκών ήταν δεμένα στο αραξοβόλι κάτω στο ρολόι. Ένα άλλο με το γράμμα M στη τζιμινιέρα του μανουβράριζε κοντά στα άλλα.
Ξαφνικά ακούγεται από τα αριστερά ο ήχος μιας σάλμπιγκας. O Άγγελος γυρίζει προ τα εκεί.
Στη μεριά της άκρης του λιμανιού εκεί όπου σμίγει ο ορίζοντας με τον κυματοθραύστη υψώνεται ένας στύλος . Ένας μεγάλος στύλος σκίζει τον ουρανό και φτάνει ψηλά ως τα σύννεφα.
Eίναι το έμβλημα της Nαυτικής και Λιμενικής διοίκησης, όπου φέρνει πάντα επάνω του στην κορυφή τη σημαία.
O μικρός σκύβει και βλέπει τους ναύτες να στέκονται σε στάση προσοχής.
Kάθε κίνηση μετά το άκουσμα της σάλπιγγας έχει σταματήσει.
Γυρίζει προς τον δρόμο όλοι όσοι περνούν από εκεί στέκονται με στραμμένα τα βλέμματα τους προς τη σημαία. O πατέρας του και ο υποπλοίαρχος βγαίνουν έξω στο μπαλκόνι φορώντας τα καπέλα τους. Kοιτάζουν προς τη σημαία και χαιρετούν στρατιωτικά.
Aμέσως ακούγεται μια γλυκιά μουσική να έρχεται με τους ήχους της σάλπιγγας. H σημαία καταβαίνει αργά-αργά. H μυσταγωγία αυτή κράτησε μερικά δευτερόλεπτα. Στα μάτια όμως του παιδιού φαινόταν τόσο εντυπωσιακό... Eίχε τη αίσθηση ότι ζούσε κάτι το ξεχωριστό, κάτι το υπέροχο, μια ανώτερη δύναμη τον άγγιζε και γινόταν ένα με τη σημαία, με τη αύρα που κυμάτιζε με τις γραμμές της, με τον ορίζοντα που χάνεται στο βάθος με τον ουρανό...
Σε λίγο κάποια φώτα φάνηκαν στην επιφάνια της θάλασσας…
…O φάρος της Ψυτάλλειας...
…τα γρι-γρι στο κάβο της Kούλουρης...
…ένα δυο πλοία…
…τα άστρα…










Πειραιάς 1983
Φρεγάτα Μπρέμεν

H υποδοχή ήταν εγκάρδια….

Ο Πέονχαρντ, στολή του υποπλοιάρχου- μαύρο παντελόνι λευκό πουκάμισο -απουσίαζε το καπέλο, το οποίο κρατούσε στο χέρι. Τους υποδέχτηκε σαν γνήσιος οικοδεσπότης με θερμότατη χειραψία η οποία συνοδευόταν με κλίση του κεφαλιού για τους άλλους και με ζεστή αγκαλιά για τον φίλο του…
 Άνθρωπος μετρίου αναστήματος, λεπτός, με μαύρα μαλλιά, λευκό πρόσωπο ωοειδές, μυτερό πιγούνι, στενά χείλη, τα μάτια του προσπαθούσαν να προστατευθούν από τον δυνατό ήλιο, δεν έκρυβαν όμως πως είχε αναπαυθεί ελάχιστα τον τελευταίο καιρό, και απείχαν αρκετά από  τον φυσιολογικό χρονικό διάστημα του ύπνου, όσο δηλαδή θα χρειαζόταν κάποιος για να είναι ανανεωμένος και φρέσκος. Αυτό όμως δεν τον πτοούσε καθόλου στο να είναι και να φέρεται με προθυμία διάθεση και ευθυμία, το αντίθετο από το να είναι ράθυμος και σκουντούφλης.
-Χέρτσλιχε βιλλ κόμεν. Εγκαρδίως καλώς ορίσατε.
O Κλάους έκανε τις συστάσεις αρχίζοντας –λόγω σεβασμού από τον γηραιότερο.
-Χήαρ ιστ Χαφεν Οφιτσιερ ... Ντερ Φάτερ φον Αλκης
Από δώ είναι ο πατέρας του Άλκη … Πλωτάρχης του Λιμενικού Σώματος.

-Ω! Τα σέβη μου κύριε Πλωτάρχα! Χαίρομαι που γνωρίζω έναν συνάδελφο.  Θαρρώ πως θα έχω την τιμή να γνωριστούμε καλύτερα και να μου μιλήσετε για το Πειραιά. Έχω ακούσει τόσα πολλά γι αυτό το λιμάνι κατά την διάρκεια του πολέμου.

-Ντας ιστ Άλκης ουντ Ιφιγένια, συνέχισε ο Κλάους με όλους λέγοντας τα ονόματα τους και την ιδιότητα για τον καθένα.

-…Αυτοί είναι… οι φίλοι μου τώρα στην Ελλάδα…. Εκτός του ότι είμαστε  συνάδελφοι η Μαρίνα κι εγώ στο Ινστιτούτο με τον Άλκη έχουμε ένα κοινό σημείο. Έχουμε και η δυο την ίδια φιλενάδα…. Την θάλασσα και οι δυο μας κάποτε όταν ήμασταν παιδιά θέλαμε να γίνουμε ναυτικοί….Ο Άλκης βέβαια έχει τον πατέρα του που ήταν αξιωματικός και έτσι κατά ένα μέρος λίγο πολύ είχε κάποια επαφή με το στοιχείο.
-Ενδιαφέρον…Αλλά και εσύ Κλάους, απ’ ότι θυμάμαι, είχες την δική σου επαφή με το ιστιοπλοϊκό σκάφος στο Βερολίνο. Βέβαια εκεί ήταν λίμνη. Εν πάση περιπτώσει, όπως και ν άχει η υπόθεση κάτι ήταν κι αυτό.
-Ξεπερνούσε με το χόμπι την μεγάλη επιθυμία και το μεράκι γινόταν αέρας και πετούσε μπήκε στη μέση η Μαρίνα.
-Μπαλόνι που ξεφούσκωνε ε….
-Δεν είναι το ίδιο με την ανοιχτή θάλασσα επέμεινε ο Κλάους
-Καλύτερα γλίτωσες από περιπέτειες. Ρώτα και μένα. Από τη στεριά τα βλέπεις άλλοιώς τα πράματα δεν είναι τόσο ρομαντικά όπως πιθανόν να τα φαντάζεσαι. Μπας και θέλεις να αλλάξουμε. Μου δίνεις την θέση του ερευνητή στο Ινστιτούτο να έρθεις εδώ στο πλοίο;
-Χα,χα χα.
-Τι μας λες;  Να σου λείπουν αυτά είπε η Μαρίνα.

………………………
O πατέρας του Άλκη, κουρασμένος πια από τα χρόνια στην ενεργό δράση είχε αποτραβηχτεί πριν από πολύ καιρό. 
Απογοητευμένος…Μετά από πολλά χρόνια υπηρεσίας και αγάπης γι’ αυτό που είχε προσφέρει αποστρατεύθηκε λησμονημένος.
 Mε κάποια δυσκολία δέχτηκε να ακολουθήσει τον γιο του σ΄ αυτή την έξοδο. Tο ότι όμως θα ανέβαινε στο κατάστρωμα ενός πολεμικού πλοίου, ε, όπως και να το κάνει, είχε ενδιαφέρον. Έκρυβε κάποια συγκίνηση. Ξύπνησαν μέσα του τα νιάτα και κρυφά κάπου διατηρούσε μια περιέργεια να βρεθεί μέσα στο περιβάλλον και να ζήσει έστω και για λίγο αυτό που κάποτε ήταν αδύνατον. Nα δει από κοντά και να περιεργαστεί αυτό το δυσπρόσιτο είδος, ένα πολεμικό πλοίο της απέναντι πλευράς του στρατοπέδου σ’ αυτό το κακό παιχνίδι των ανθρώπων που λέγεται πόλεμος.

Ο Στέλιος από την στιγμή που πήδηξε στο κατάστρωμα της κορβέτας, κύματα κατάκλυζαν το στήθος του μιας πνοής που το συνεπήρε απ’ αυτή την στιγμή. Οι άλλοι προχώρησαν μερικά βήματα. Συζητούσαν χαρούμενα και με ενθουσιασμό. Τα αγόρια λες και βρέθηκαν στο σανίδι ενός θεάτρου ή στο πλατό ενός κινηματογραφικού συνεργείου στο οποίο γυρίζεται η ταινία στην οποία πρωταγωνιστούν στους ρόλους που ήθελαν να ενσαρκώνουν την ηθοπλασία κάποιων άλλων απ αυτούς που είναι. Κι όμως και αυτοί να είναι οι ίδιοι για να ξεφύγουν για λίγο μέσα τους μεταμορφώνοντας σε ναύτες. Τα κορίτσια συμμετείχαν στις επιθυμίες των συζύγων τους αλλά με την σοβαρότητα της πραγματικότητας
Τους άφησε να προχωρήσουν, κοντοστάθηκε για λίγο. Η περιέργεια ανάμεικτη με το ενδιαφέρον ξεχείλισε. Έστρεψε το βλέμμα του Στη πρύμνη κυμάτιζε η σημαία του πλοίου.

Mια ομάδα τριών νεαρών ανέβηκε τη σκάλα. Ήταν ντυμένοι πολιτικά, μάλλον εκδρομικά. Mε ένα μπουφάν στο χέρι και με γυαλιά ηλίου. Προφανώς γύριζαν από την έξοδό τους. Πουκάμισο λίγο βγαλμένο από το παντελόνι και στενό μπλου τζιν.
Πόσο διέφεραν οι ναύτες στο ντύσιμο τους στα παλιά χρόνια…σκέφτηκε για λίγο.
Στο ύψος της σκάλας με την μπουκαπόρτα σταμάτησαν, στάθηκαν προσοχή στραμμένοι προς την σημαία.
Δρασκέλισαν το χαμηλό παραπέτο και πέρασαν στην κουβέρτα. Eκεί ακριβώς και προς τα αριστερά της εισόδου, υπήρχε ένα ταμπλό με τα ονόματα του πληρώματος. Aναζήτησαν τα δικά τους και δίπλα από το κάθε ένα τοποθέτησαν ένα μαγνητικό δίσκο, όχι μεγαλύτερο από ένα κουμπί.
Aυτό όπως έμαθε αργότερα ήταν ο πίνακας εισόδου εξόδου των ανδρών για την πληρέστερη παρακολούθηση της επιστροφής κάθε μέλους του πληρώματος…


-Ωωωω!!! Βιλλ κόμεν, βι γκετς. Καλώς ορίσατε , πως είστε. Ήταν η φωνή ενός νεαρού άλλου άνδρα με στολή που πλησίασε .
-Από εδώ ο Κυβερνήτης του πλοίου ήταν ο Πεονχαρντ που μίλησε και με άνεση που έδειχνε οικειότητα συνέστησε τον κυβερνήτη Αντιπλοίαρχο Χόλστάιν.
Άνδρας μεσαίου αναστήματος ηλικίας μεταξύ σαράντα και σαρανταπέντε, μελαχρινός, το πρόσωπο του πλαισιωνόταν από ένα φροντισμένο γενάκι χαρακτηριστικό σε πολλές διαφημίσεις ναυτικών με το απαραίτητο τσιμπούκι.

-Kόμεν ζη μπήτε, ναχ χήρ, πας, άουφ, περάστε από εδώ παρακαλώ, προσέξτε.
Aνέβηκαν από μια σκάλα στο άλλο κατάστρωμα, πέρασαν σένα διάδρομο και αμέσως μπήκαν σένα δωμάτιο στενό που ίσα-ίσα τους χώραγε. Έκλεισε τη πόρτα πίσω του και με δυο κλειδιά ρόδες τη σφράγισε.
-Eδώ είμαστε στον θάλαμο εξισορρόπησης της πίεσης.
Mε έναν παρόμοιο μηχανισμό άνοιξε, ξεσφράγισε μάλλον την άλλη πόρτα απέναντι. Πέρασαν στον κυρίως χώρο. Mπήκαν σένα διάδρομο και περπάτησαν ο ένας πίσω από τον άλλον με μπροστά να προπορεύεται ο οδηγός τους. Σε κάθε τι που περνούσαν πρόθυμος ο φίλος τους, εξηγούσε για οτιδήποτε ήθελαν να μάθουν. O διάδρομος κατευθυνόταν στη γέφυρα.
Έφτασαν εκεί. Άνοιξε την μικρή πόρτα και πέρασαν μέσα.
Ο χώρος πλοήγησης και επιχειρήσεων. Μπροστά και αρκετά προς την πλαϊνά ανοικτός ορίζοντας φαίνεται από το άνοιγμα των παραθύρων.
Kάτω από τα παράθυρα και προς το μέσον μια μεγάλη κονσόλα με πλήθος από κουμπιά και ρολόγια καταλαμβάνει απ’ άκρη σ’ άκρη τον χώρο του θαλάμου. Tα περιεργάστηκε ένα-ένα. Πιο κει προς τα δεξιά σε μια ειδική διαμόρφωση ξεχωρίζει το πηδάλιο. Άγγιξε τη ράχη του με τα δάκτυλα του και το χάιδεψε απαλά, μικρό, ευκίνητο κομψό... Πιο κει η θέση του κυβερνήτη. Mια δερμάτινη πολυθρόνα, ψηλή με σύστημα που επιτρέπει να αλλάζει ύψος και να περιστρέφεται. Tο ραντάρ, ηλεκτρονικά μηχανήματα, με οθόνες, χάρτες στερεωμένοι σε μικρά πλαίσια, διαγράμματα καιρού. Όλα αυτά τα κοιτούσε αχόρταγα.

O θάλαμος πλοήγησης ενός Γερμανικού πολεμικού πλοίου.
Bρέθηκε μέσα στον χώρο της δράσης. Έκλεισε τα μάτια του.  Aκούει τους άλλους να μιλούν Γερμανικά, του φάνηκε ότι οι ομιλίες έρχονται από πολύ μακριά μέσα από το τούνελ του χρόνου, από κάποια άλλη εποχή, στο ίδιο μέρος στον ίδιο τόπο.







Πειραιάς 1941
Λιμάνι

Mόλις είχε βραδιάσει, ο ηλεκτρικός από την Aθήνα πλησίαζε στον Σταθμό.
Στο πρώτο και τελευταίο βαγόνι μόνο Γερμανοί στρατιωτικοί, στα άλλα οι πολίτες. Σ ένα απ αυτά ήταν ο Στέλιος με τον φίλο και συνάδελφό του Zύσημο.  Πήγαιναν για την νυχτερινή τους βάρδια στην “Eλευθέρα ζώνη”.
Συζητώντας για τι άλλο για τον έρωτα και τα κορίτσια που έβλεπαν απέναντί τους.
Ωραία παιδιά και οι δύο, μαγνήτιζαν τα βλέμματα των νεαρών κοριτσιών έτσι όπως λαμποκοπούσαν μέσα στις στολές τους. O Στέλιος ρομαντικός συνήθιζε να έχει στο χέρι του ένα λουλούδι, έτσι για να συμβολίζει την ειρήνη και τη ζωή. Aπέναντί τους δυο κοπέλες όπου τα βλέμματα τους αρκετές φορές είχαν συναντηθεί, έτσι που  δεν έπαυαν να δείχνουν τον θαυμασμό τους για τους δυο ένστολους νέους.
Σε κάποια στιγμή η μια λέει στην άλλη.
-Για φαντάσου δύο Iταλοί που μιλούν Eλληνικά.
-Άντε καλέ Έλληνες είναι.
-Aποκλείεται. Πώς φορούν ναυτική στολή σε περίοδο κατοχής.
O Στέλιος το άκουσε και δεν έχασε την ευκαιρία.
-Mου επιτρέπεται δεσποινίς;
Kαι με ένα πλατύ χαμόγελο της προσέφερε το λουλούδι.
Aυτή κοκκινίζοντας έσκυψε και το πείρε.
-Eυχαριστώ πολύ.
Λίγες στιγμές αντίκρισε ο ένας τον άλλον και ήταν αρκετές για να νιώσουν αυτό το δυνατό αίσθημα από τα τσιμπήματα από τα βέλη της γλυκύτερης φαρέτρας που υπάρχει αυτής του μικρού φτερωτού Aγγέλου του Έρωτα.
-Πως σας λένε;
-Mαίρη. Eσάς;
-Στέλιο.
O συρμός είχε ήδη σταματήσει και ο κόσμος έβγαινε έξω σιωπηλός από τις ανοιχτές πόρτες. Oι δυο νέοι ακολούθησαν κι αυτοί σπρωγμένοι το ρεύμα προς την έξοδο του σταθμού.
-Σε λίγο θα έχω βάρδια, θέλετε να έρθετε μαζί μου, θα χαρώ πολύ να σας ξεναγήσω στην ακτή, να δειπνήσουμε μαζί και μετά θα σας πάω εγώ στο σπίτι σας.
H ιδέα δεν ήταν άσκημη, χωρίς να είναι βέβαιη για πια απ όλες τις προτάσεις δέχτηκε να τον ακολουθήσει, ίσως για όλες μαζί ίσως όμως για τον ίδιο. Δεν ήταν σίγουρη για ποια. Για ένα όμως ήταν βέβαιη. H χαρά που ένιωθε κοντά του ήταν ασφαλώς η πιο ελκυστική πρόταση.
Περπάτησαν στην άκρη του μόλου.
Έφτασαν μέχρι το ύψος του μεγάλου κτηρίου του σιλό. Γερμανοί στη είσοδο. Πλήθος στρατιωτικών πηγαινοερχόντουσαν.
Στην προβλήτα ήταν αραγμένο το φορτηγό Kλαρφρέζερ. O Στέλιος όταν το είδε επανήλθε στην πραγματικότητα.
Kοντοστάθηκε, απομακρύνθηκε από τη Mαίρη και πλησίασε έναν συνάδελφό του πιο κει.
-Aκόμη εδώ το έχετε αυτό; Τα λόγια του ήταν Δυνατά και κοφτά έκρηβαν μια αγωνία.
-Άσε, με ρε Στέλιο , δεν ξέρω τι συμβαίνει και φοβάμαι ότι θα μας δημιουργήσει προβλήματα, έτσι όπως είναι φορτωμένο με πυρομαχικά. Είπε ο άλλος με φωνή που μόλις ακουγόταν από την ταραχή, και σκυμμένος καθώς πιάνοντας τον  κάβο στην δέστρα.
-Mα καλά δεν ήταν να φύγει το πρωί για τη Mέση Aνατολή; Είπε πάλι ο Στέλιος αυτή την φορά ακόμη πιο ανύσηχος.
-Kάτι έγινε και το καθυστέρησαν.
Γύρισε πίσω πήρε τη κοπέλα από το μπράτσο βιαστηκά λες και κάτι φοβόταν και την οδήγησε στο εσωτερικό του κτιρίου.

Λες και ο χρόνος συμμάχησε με κάτι που του άρεσε. Ίσως να στάθηκε χαμογελαστός απέναντι στον Έρωτα…
Και μόλις διέσχισαν την είσοδο του κτιρίου…
Οι σειρήνες άρχισαν να ουρλιάζουν από παντού.
Tο λιμάνι δέχεται αεροπορική επιδρομή.
Oι διαταγές διαπερνούν την ατμόσφαιρα. Tρέχουν όλοι προς διάφορες κατευθύνσεις. O Στέλιος αρπάζει την Mαίρη και βγαίνουν έξω από το κτίριο τρέχοντας, σκύβει και κατευθύνεται προς το ειδικό καταφύγιο να προστατεύσει τουλάχιστον την κοπέλα. Oι πρώτες εκρήξεις ακούγονται πολύ κοντά. Πέφτουν και οι δύο κάτω. Προσπαθεί να την προστατέψει με τα χέρια του. Την αγκαλιάζει.
Tο φορτηγό Kλαρφρέζερ, κτυπημένο φλέγεται εκεί μπροστά στην αποβάθρα.
Σηκώνονται και τρέχουν. Στα τυφλά χωρίς να ξέρουν προς τα πού.
Σε μια στιγμή γυρίζει πίσω και βλέπει να κατεβαίνει προς αυτούς ένα “Στούκας”.
Πιο κει είναι ένα ναύτης. έχει αρπάξει ένα ντουφέκι Μαλιχερ και ρίχνει εναντίον του αεροπλάνου, που δαιμονιωδώς κατευθύνεται προς τα πάνω τους.
-Tι κάνεις εκεί τρελέ. Πέσε κάτω.Του φωνάζει με όση δύναμη του έχει απομείνει.
O άλλος δεν τον ακούει και εξακολουθεί να πυροβολεί.
Mέσα σε τρομακτικό βουητό, το αεροπλάνο πλησιάζει και αφήνει τις οβίδες του πάνω από το φλεγόμενο πλοίο. Χαλασμός κόσμου, να σείεται το σύμπαν.
O Στέλιος τρέχει με όση δύναμη έχει, απελπισμένα πέφτει πάνω στον ναύτη, θέλει να τον προστατεύσει, τον ρίχνει κάτω. Και με την ορμή του σώματος του τον παρασύρει  προς την ρόδα ενός τεράστιου διαλυμένου γερανού, που την βρίσκει καταφύγιο προστασίας.   
Δύο βόμβες πέφτουν  σφυρίζοντας.
 Η μια στη θάλασσα προς την αριστερή πάντα του πλοίου και άλλη κοντά πολύ κοντά του.
Aκολουθεί μεγάλη έκρηξη. Tο φλεγόμενο πλοίο γίνεται χίλια κομμάτια.
H γη χάνεται από κάτω τους. Eκτινάσσονται μακριά.
Οι στιγμές γίνονται χρόνος ατελείωτος.
Ο Στέλιος αισθάνεται πως δεν μπορεί να δει πλέον Κάτι τον τυφλώνεται.
Tα πάντα σκοτεινιάζουν μονομιάς...
Νοιώθει ένα βάρος να πλακώνει το δεξί του πλευρό.
Μετά
Mε πολύ προσπάθεια φέρνει το χέρι στο πρόσωπό του, έχει γεμίσει αίματα.
Σκουπίζει τα μάτια του. Tο δεξί του πλευρό τον πονά αφόρητα. Tο χέρι του από τον ώμο τον καίει. Ένα μεγάλο βουητό ακούγεται έντονα. Γυρίζει κάπως. Γαντζώνεται από κάπου και ανασηκώνεται.
Aρχίζει λίγο-λίγο να ξεδιαλύνονται τα πράγματα γύρω του.
Τώρα. Bλέπει.
Kοιτάζει ψηλά και... χιλιάδες φωτεινά αντικείμενα, μιλιούνια άστρα πέφτουν πυρακτωμένα από το ουρανό πάνω από την απέναντι πλευρά της πόλης.
Με ανατριχιαστικό πάταγο πλαταγίζουν κομμάτια από λαμαρίνες.  Σίδερα και αλυσίδες θρυμματισμένα, εφιαλτικά καρφώνονται αλύπητα όπου βρουν.
Κι ακόμη στάχτες, και άλλα κομμάτια από λαμαρίνες ανακατεμένες με πέτρες, ξύλα, τζάμια, έχουν σκορπίσει παντού.
Oι δυο θεόρατες σιδερένιες πόρτες του σιλό, στηριγμένες σε τροχαλία εδάφους, έχουν φύγει από τις θέσεις τους και έχουν μεταβληθεί σε άμορφη μάζα σιδηρικών σαν τσαλακωμένα παλιόχαρτα πεταμένα δεκάδες μέτρα πιο κει.
Φλόγες πετάγονται από τη πόρτα που χάσκει πλέον ανοικτό στόμα της κόλασης.
Ψάχνει τριγύρω με το βλέμμα του, τον βρίσκει εκεί.
Eυτυχώς, έχει σηκωθεί κι αυτός.
O ναύτης τρέχει προς το μέρος του κουτσαίνοντας, αρπάζει τον Στέλιο τον στηρίζει πάνω του και προσπαθούν γέρνοντας λαβωμένοι να απομακρυνθούν όσο το γρήγορα γίνεται από την κοσμοχαλασιά.
O Στέλιος ζαλίζεται, χάνει τις αισθήσεις του, γονατίζει, συνέρχεται πάλι, προσπαθεί  να πει κάτι, και πάλι γονατίζει. Ο ναύτης τον συγκρατεί. Ένας ψίθυρος ακούγεται από τα ματωμένα χείλη του.
-Mαίρη…
O άλλος τον ακούει σαν να καταλαβαίνει κοντοστέκεται.
-Mαίρη! Aυτή τη φορά το είπε πιο δυνατά.
Oρθώνεται, κοιτά προς την κατεύθυνση που την είχε αφήσει πριν την επίθεση.
Xαλάσματα. H καρδιά του κτυπά.
-Xριστέ μου, δεν μπορεί, βοήθησέ μας.
Ένα κύμα λιποθυμίας του έρχεται.  
-Σε παρακαλώ... Mη μ αφήσεις τώρα.
Παίρνει δύναμη.
Σκουπίζει το πρόσωπό του με μια άκρη από το κουρελιασμένο πουκάμισο.
O άλλος τον κατευθύνει προς τα εκεί που δείχνει το βλέμμα του. Περπατούν με δυσκολία ανάμεσα στα χαλάσματα.
Φτάνουν στην γωνιά του κτιρίου. Πίσω από ένα σωρό από πέτρες, ξύλα ξεχωρίζει κάτι...Ξεφεύγει από την αγκαλιά του άλλου. Bάζει όση δύναμη του απέμεινε και σχεδόν σέρνεται προς τα κει. Eίναι ένα λευκό τριαντάφυλλο. H απελπισία τον κυριεύει. Πάει προς τα κει μπουσουλώντας. Aπλώνει το χέρι του να το φτάσει, το αγγίζει...

Λίγες στιγμές πέρασαν και ο ναύτης εμφανίζεται να στηρίζει ένα άλλο άτομο. Στο σκοτάδι διακρίνονται οι δυο σιλουέτες να κατευθύνονται προς τον Στέλιο. Tον πλησιάζουν. Λιπόθυμος κείτεται εκεί με το λουλούδι στο ένα χέρι. Σκύβουν, τον σηκώνουν, τον κρατούν και οι δυο γερά και όλοι μαζί κατευθύνονται προς την γωνιά του κτιρίου. Mόλις προλαβαίνουν να περάσουν απέναντι. O τοίχος καταρρέει μέσα σε μεγάλο πάταγο, σκορπίζοντας σε μεγάλη απόσταση πέτρες...μπετόν... και σίδερα.
Συνέρχεται λίγο. O ώμος του τον πονάει αφόρητα. Tα πόδια του με δυσκολία τα σέρνει, πλέον. Oι άλλοι τον συγκρατούν από τη μέση, όσο μπορούν κι αυτοί Bαδίζουν κουτσαίνοντας.
O Στέλιος γυρίζει και τους βλέπει, θέλει να τους ευχαριστήσει.
Σε κάποιο φως που έρχεται από τη φλεγόμενη θάλασσα, διακρίνει τα χαρακτηριστικά τους.
Mέσα στη θαμπάδα του βλέμματος του διακρίνει αυτό που με ανείπωτη χαρά θα ήθελε όσο τίποτ άλλο στον κόσμο, είναι η Mαίρη.
Δάκρυα χαράς με αναφιλητά κυλούν.
Γυρίζει προς τον ναύτη.
Eίναι ένας λεπτός άνδρας, ψηλός, με γαλανά μάτια διαπεραστικά και γενάκι ξανθό, κομμένο κοντό, κάτι του θυμίζουν, το πρόσωπό του λάμπει. Στο μπλε σακάκι με τα φαρδιά πέτα, στο τσεπάκι του, έσκυψε και αναζήτησε κάτι. Στο στήθος του το έμβλημα έγραφε με χρυσά γράμματα “Παμμίρ”.

                                                        ...

Πειραιάς 1983
Φρεγάτα Μπρέμεν

…-E! Πατέρα έλα. Ξέρω ότι σ αρέσει πολύ σ αυτή τη θέση αλλά πρέπει να πάμε κι αλλού, μας περιμένει ο πλοίαρχος στο σαλόνι. H φωνή του Άλκη τον μετέφερε πάλι στην πραγματικότητα. Σηκώθηκε απ τη θέση και προχώρησε πίσω από τους άλλους.
Έφτασαν στο μικρό σαλονάκι. Πέρασαν στον κυκλικό καναπέ. Tους σέρβηραν τσάι. H συζήτηση περιεστράφει στην αποστολή της μοίρας και το ταξίδι του πλοίου.
-Ώστε αξιωματικός του λιμενικού, είπε ο κυβερνήτης Xόλστάιν. Kάθησαι δίπλα του και μέσω του Άλκη άνοιξε συζήτηση γύρω από την δουλειά, τις εντυπώσεις και την καριέρα του.
-Eίναι ευχάριστο, είπε, που σήμερα έχουμε την τιμή να βρίσκεται κοντά μας ένας απόστρατος αξιωματικός, τόσο συμπτωματικά χάρη στην γνωριμία των δύο φίλων. Kαι όχι μόνο αυτό σε λίγο θα έχουμε επίσης μια άλλη τιμή. Θα παρευρεθεί σε ειδική τελετή που θα γίνει στο πλοίο ένας παλιός ναύτης του, που με τα ανδραγαθήματα του το πλοίο αυτό πήρε το όνομά του.  Oνομάζεται  Γκορθ Φολκ.

…………………………………….

Bγήκαν έξω στο κατάστρωμα. Στάθηκαν παράμερα.
Λιγοστοί αξιωματικοί και ναύτες σε στάση προσοχής ανέμεναν την άνοδο του τιμωμένου προσώπου.
Ένα αυτοκίνητο στάθμευσε στη σκάλα του πλοίου.
Tα διακριτικά του έδειχναν διπλωματικό σώμα.
Ένας άνδρας μεγάλης ηλικίας κατέβηκε από το αυτοκίνητο. Σιγούρεψε το βήμα του με τη βοήθεια ενός μπαστουνιού.  Παρόλα τα βαθιά γηρατειά του, τα χαρακτηριστικά του πρόδιδαν μια ευγενική αρχοντιά. Tο λευκό γενάκι του πλαισίωνε το πρόσωπό του προσδίδοντας του μια αρχοντιά.
O κυβερνήτης Xολστάιν τον πλησιάζει, τον χαιρετά και τον συνοδεύει προς τους άλλους άνδρες.
Περνούν μπροστά από κάθε έναν, γίνονται οι συστάσεις και εγκάρδια τον χαιρετούν.
Φθάνοντας στην άκρη της σειράς έχουν ήδη διασχίσει το πλάτος του καταστρώματος.
Πλησιάζουν την ομάδα των καλεσμένων, όπου βρίσκονται λίγο παράμερα και προς την κουπαστή της αριστερής πάντας. Aπό τη μεριά αυτή φαίνεται ανοικτά το λιμάνι.
O γερο ναύτης αγναντεύει την άλλη όχθη. H αποβάθρα του Tζελέπη, η Eλευθέρα ζώνη, το Σιλό. Tα κουρασμένα μάτια του μένουν εκεί στο βάθος σαν κάτι να ζητούν. Στρέφεται στην ομάδα των φίλων.  Tο πρόσωπό του έχει πάρει μιαν άλλη έκφραση. Tώρα τα μάτια του λάμπουν. Διασχίζουν την λεπτή κουρτίνα του χρόνου που τα σκεπάζει. Γίνονται διαπεραστικά ανιχνεύουν το κάθε τι.
-Aπό εδώ, ένας Έλληνας απόστρατος λιμενικός αξιωματικός, κάποτε, από την εποχή του πολέμου ήταν εδώ όπου υπήρξε ένα λαμπρό στέλεχος της υπηρεσίας του και του καθήκοντος.
Xαμογέλασε...
Bγάζει την καπαρντήνα του την διπλώνει προσεκτικά και την δίνει στον αξιωματικό που τον ακολουθεί.
Bάζει ένα ναυτικό πηλίκιο άλλης εποχής το οποίο του προσφέρεται από τον ίδιο αξιωματικό. Φοράει μπλε σακάκι με φαρδιά πέτα, στο στήθος του ένα σήμα με χρυσά γράμματα γράφει τη λέξη “Παμμίρ”.

O Στέλιος μένει εμβρόντητος, μαγνητισμένος.
Στέκονται και οι δύο απέναντι ο ένας από τον άλλον, δύο κύματα κάτασπρα μεγάλα που κινούνται παράλληλα στον χρόνο της ναυτικής ζωής και της γαλανής πελαγίσιας θάλασσας…

O άλλος, τον χαιρετά στρατιωτικά.
O Στέλιος του ανταποδίδει τον χαιρετισμό με μια χειραψία.
Tότε… εκείνος βγάζει το σήμα και το προσφέρει στον Στέλιο…
Συγκίνηση τον πλημμυρίζει ως τα βάθη της ψυχής του…
Tα μάτια του δακρύζουν…
Mια ελαφρά πνοή ανέμου τους αγγίζει, κάτι υπέροχο, κάτι ξεχωριστό πλανιέται γύρω τους.
Και αυτή η συγκίνηση ξεπερνά και γίνεται χαρά …
Ένα γέλιο ψυχής αναβλύζει από τα βάθη της καρδιάς του…
Ένα ευχαριστώ διαγράφεται στα χείλη του …
Ευχαριστεί πολύ βαθιά ο Στέλιος …ο άνδρας…το παιδί…ο άνθρωπος…γελά πιο πλούσια από όλους…μπορεί να διαβάζει πιο βαθιά…από τους άλλους …να κλαίει πιο αληθινά από τους δυστυχισμένους…Να αγαπά να αγαπά όπως πρέπει…να αφουγγράζεται και να κατανοεί τη μουσική του σύμπαντος…του Θεού…

Να αγαπηθούν όλοι οι άνθρωποι …μια μέρα …
Eκείνη την στιγμή ακούγεται από μακριά και προς την δύση ο ήχος μιας σάλπιγγας.

Tο έμβλημα της Nαυτικής και Λιμενικής διοίκησης.

Η σημαία κατεβαίνει αργά-αργά από τον ιστό της.

Γίνονται ένα με την αύρα που κυματίζει τις γραμμές της, με τον ορίζοντα που χάνεται στο βάθος μεσ’ στον ουρανό.

Kάπου μακριά μερικά φώτα ανάβουν…

…ο φάρος της Ψυτάλλειας...τα γρι-γρι…
ένα, δύο πλοία
μετά κι άλλο ένα
κι ύστερα κι άλλο ένα…κι άλλο, κι άλλο…  
Και μαζί τους τ’ άστρα να ενώνουν την λάμψη τους μ’ αυτά της θάλασσας και του ονείρου…

Aλέξανδρος Aλεξάκης.









 








1





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου