Μόσχα, 6 Μαΐου 2020
ΟΣΟ ΜΕΝΟΥΜΕ ΣΠΙΤΙ
ΠΑΛΙ και ΠΑΝΤΑ ΜΑΖΙ !!!
ΔΙΑΤΗΡΟΥΜΕ ΤΗ ΦΟΡΜΑ ΜΑΣ, ΒΕΛΤΙΩΝΟΥΜΕ Τις ΓΝΩΣΕΙΣ
ΜΑΣ !!!
ΠΑΛΙ και ΠΑΝΤΑ ΜΑΖΙ !!!
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΕΣΧΗ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
ΜΟΝΟ ΕΛΛΗΝΙΚΑ»- 60η ΣΥΝΕΔΡΙΑ
ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΜΕ και το 2020 !!!
Πέμπτη, 7
Μαΐου 2020, ώρα - 19:00 !!!
μέσω εξ αποστάσεως ηλεκτρονική σύνδεση,
παρατίθενται σχετικές
Пαρακαλούμε τους ενδιαφερόμενους να μάς
αποστείλουν τις διευθύνσεις τους στο skype
Αγαπητοί φίλοι!
Σάς ενημερώνουμε ότι λόγω
των προσφάτως ληφθέντων
από τις Ρωσικές
Αρχές μέτρων περί
ακύρωσης εκδηλώσεων, αναστολής λειτουργίας
κέντρων πολιτισμού, ψυχαγωγίας και εστίασης και
απαγόρευσης συναθροίσεων για
την αντιμετώπιση της
διάδοσης του κοροναϊού-Covid-19,
η προσεχής 60η συνεδρίαση της Λέσχης Διαλόγου & Επικοινωνίας
«ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΟΥΜΕ ΕΛΛΗΝΙΚΑ – ΜΟΝΟ ΕΛΛΗΝΙΚΑ» προτείνεται να πραγματοποιηθεί την
Πέμπτη 7 Μαΐου 2020, ώρα 19.00, μέσω εξ αποστάσεως
ηλεκτρονική σύνδεση, παρατίθενται σχετικές οδηγίες μέσω του Συνδέσμου https://www.skype.com/ru/get-skype/
Пαρακαλούνται όλοι, όσοι επιθυμούν να
μετάσχουν, να μάς αποστείλουν τη διεύθυνσή τους στο skype.
Το θέμα της εξηκοστής
(60ης ) συνάντησης της Λέσχης
μας, κατόπιν πρότασης των συμμετεχόντων στην τελευταία συνεδρίασή μας,
διατυπώθηκε ως εξής:
«Еλληνική μουσική, ιστορία, εξέλιξή της,
σύγχρονη ελληνική μουσική», με τη συμμετοχή της διευθύντριας του Κ.Ε.Π.,
ιστορικού-ηθοποιού Δώρας Γιαννίτση.
Ο Επιτάφιος του Σεικίλου σε
μεταγραφή. Πάνω από το κανονικό κείμενο του τραγουδιού
φαίνεται η αλφαβητική μουσική σημειογραφία. / Эпитафия Сейкила (II век до
н.э.).
Эпитафия в транскрипции. Над обычным текстом
песни появляется алфавитное
обозначение музыки.
Απαραίτητη προϋπόθεση για τη συμμετοχή είναι η
υποβολή δήλωσης συμμετοχής:
Καλούμε τα μέλη της Λέσχης μας και τους εθελοντές μας να
αντλούν επικαιροποιημένη ενημέρωση στη διαδικτυακή ομάδα μας https://www.facebook.com/Греческий-Разговорный-Клуб-μόνο-Ελληνικά-991010794322440/
Για περισσότερες πληροφορίες και για να δηλώσετε συμμετοχή
δύνασθε να απευθύνεστε στην ηλεκτρονική διεύθυνση monogreek@gmail.com, (αρμόδια η
σπουδάστρια του Κέντρου Ελληνικού Πολιτισμού κυρία Γιελένα Λεσόβα),
facebook: https://www.facebook.com/Греческий-Разговорный-Клуб-μόνο-Ελληνικά-991010794322440/
Σάς περιμένουμε !!!
Μένουμε σπίτι και παραμένουμε ΜΑΖΙ !!!
ΜΑΖΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΔΥΝΑΜΗ !!!
Λεξικό-60
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΕΣΧΗ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
«ΜΟΝΟ ΕΛΛΗΝΙΚΑ»
“Греческая музыка, ее история, эволюция и
современная греческая музыка”.
“Еλληνική μουσική, ιστορία, εξέλιξή της, σύγχρονη
ελληνική μουσική”.
Современная греческая песня – Σύγχρονη ελληνική τραγουδοποιία
Аутентичный/подлинный исполнитель - исполнительница – Αυθεντικός ερμηνευτής /
αυθεντική ερμηνεύτρια
Музыкальный композитор – μουσικοσυνθέτης
Поэт-песенник - στιχουργός
ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ – ΚΑΤΗΓΟΡΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ
Νεοελληνική μουσική - Δημοτικό Τραγούδι, Ακριτικό &
Κλέφτικο, Στεριανό και Νησιώτικο,
Αστική Λαϊκή Μουσική, Ρεμπέτικο, Λαϊκό τραγούδι, Έντεχνο
τραγούδι
Νεοελληνική Έντεχνη Μουσική
Ελληνική Οπερέτα
Σύγχρονη ελληνική μουσική
EΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ
Ο Επιτάφιος του Σεικίλου σε
μεταγραφή. Πάνω από το κανονικό κείμενο του τραγουδιού
φαίνεται η αλφαβητική μουσική σημειογραφία. / Эпитафия Сейкила (II век до
н.э.).
Эпитафия в транскрипции. Над обычным текстом
песни появляется алфавитное
обозначение музыки.
.
Αρχαία και Ελληνιστική εποχή
Κύριο λήμμα: Αρχαία
ελληνική μουσική
Δεν έχουν διασωθεί τραγούδια ή στίχοι από την αρχαία Ελλάδα,
ωστόσο γνωρίζουμε ότι γινόταν εππαγελία ποιημάτων (όπως παραδείγματος χάριν η
Ιλιάδα και η Οδύσσεια) από τους τραγουδιστές της εποχής τους αιηδούς με τη
συνοδεία μουσικής (κυριώς της άρπας). Τη μεγάλη σημασία που έδιναν οι αρχαίοι
Έλληνες στη μουσική φανερώνουν
πλήθος ποιητικές αναφορές, παραστάσεις και μύθοι.
Έτσι ο Ορφέας με
την λύρα του
γοήτευε τ' άγρια θηρία, οι πέτρες, γοητευμένες από το παίξιμο του Αμφίονα,
πήγαιναν χορεύοντας και έμπαιναν μόνες τους στη θέση που έπρεπε όταν
πρωτοκτιζόταν η Θήβα,
και ο Αρίωνας γοήτευε
με την κιθάρα του
τα δελφίνια της θάλασσας. Οι μύθοι αυτοί φανερώνουν μια βαθιά πίστη στη δύναμη
της τέχνης των ήχων και παραπέμπουν σε πεποιθήσεις για τις μαγικές ιδιότητες
της μουσικής, κοινές σε όλους σχεδόν τους μουσικούς πολιτισμούς του κόσμου.
Είδη και μορφές
Η αρχαία
ελληνική μουσική ήταν μονοφωνική.
Από τις σωζόμενες πηγές μαρτυρείται επίσης ένα είδος ετεροφωνίας,
ενώ η πολυφωνία φαίνεται
ότι δεν ήταν σε χρήση. Το αρχαιοελληνικό μέλος ταυτιζόταν
απόλυτα με την ποίηση με τρόπο που ήχος και λόγος συνταιριάζονταν
σε ένα αδιαίρετο σύνολο, όπου ο ρυθμικός στίχος υπαγόρευε το ρυθμό της μελωδίας
(μέτρο) και δενόταν μαζί του. Γι' αυτό και τις περισσότερες φορές, ποιητής και συνθέτης ήταν
το ίδιο πρόσωπο. Έτσι το μέτρο της ποίησης καθόριζε και το μέτρο της μουσικής
που έφτασε σε μεγάλη ποικιλία, παρακολουθώντας την πλούσια ποιητική μετρική και
τους τρόπους της απαγγελίας.
Την πρώτη μορφή έντεχνης ποίησης και μουσικής τη
συναντάμε στην μορφή του ομηρικού
έπους. Σε αυτά τα χρόνια οι αοιδοί (ποιητές
και μουσικοί ταυτόχρονα) ιστορούσαν - άλλοτε σε συμπόσια και άλλοτε σε επίσημες
γιορτές και αγώνες - πολεμικές δόξες και κατορθώματα, συνοδεύοντας την
απαγγελία τους με τη λύρα ή την κιθάρα. Φήμιος, Θάμυρης, Δημόδοκος είναι
ονόματα αοιδών που αναφέρει ο Όμηρος σαν
τους πιο ξακουστούς της εποχής του.
Στους ίδιους καιρούς ήταν γνωστά και διάφορα άλλα λαϊκά
τραγούδια, όπως ο θρήνος και
ο ιάλεμος (μοιρολόι),
ο λίνος (θρηνητικό
τραγούδι για τον αποχωρισμό θέρους και φθινοπώρου), ο υμέναιος (τραγούδι
του γάμου), ο κώμος (που
έκλεινε τα γλέντια) και άλλα.
Σε αντίθεση με την επική, η λυρική
ποίηση, που αναπτύχθηκε τον 7ο και 6ο αιώνα, εκφράζει υποκειμενικά συναισθήματα
του ποιητή. Με τις ωδές,
τους παιάνες,
τα επινίκια,
τα παρθένεια,
τα επιθαλάμια,
ανάδειξαν την άφταστη τέχνη τους σειρά ολόκληρη από λυρικούς ποιητές ο Αλκαίος,
η Σαπφώ,
ο Ανακρέοντας,
ο Πίνδαρος,
η Κόριννα,
ο Στησίχορος είναι
οι πιο γνωστοί της εποχής εκείνης.
Ο 5ος π.Χ. αιώνας είναι ο αιώνας ακμής της αττικής
τραγωδίας και κωμωδίας,
που φαίνεται να έχει τις ρίζες της στη λατρεία του Διονύσου και
ιδιαίτερα στο διθύραμβο και
σε άλλα χορευτικά τραγούδια, όπως τα φαλλικά, με σκωπτικό και άσεμνο πολλές
φορές περιεχόμενο. Το νέο αυτό δραματικό είδος έδενε αναπόσπαστα ποίηση, μουσική και χορό.
Έτσι τα χορικά μέρη, τραγουδιόνταν με συνοδεία αυλού,
ενώ οι μονόλογοι και οι διάλογοι γίνονταν με συνοδεία λύρας ή κιθάρας.
Η ενόργανη μουσική (αυλητική και κιθαριστική τέχνη)
αναπτύσσεται και αυτή σε πολύ μεγάλο βαθμό από το β' μισό του 5ου αι. π.Χ.
Στους διάφορους μουσικούς αγώνες, που διοργανώνονταν, οι καλύτεροι αυλητές και
κιθαρωδοί, έπαιρναν χρηματικά ή άλλου είδους βραβεία. Ανάμεσά τους ακουστός ο
αυλητής Σακάδας,
θριαμβευτής στους Δελφικούς αγώνες, και ο Τιμόθεος από τη Μίλητο. Η ενόργανη
αυτή συνοδεία του τραγουδιού, χρησιμοποιούσε, πολλές φορές, διάφορα μετρικά
μελωδικά στολίδια, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως αλλοιωνόταν έτσι, και ο
μονόφωνος χαρακτήρας της μουσικής, αφού μοναδικός σκοπός του ενόργανου ήχου,
ήταν η υπογράμμιση του ρυθμού, που λογαριαζόταν ως το βασικότερο στοιχείο της
μουσικής.
Μουσική θεωρία και πράξη
Από τη μουσική πρακτική της αρχαίας Ελλάδας υπάρχουν σήμερα
ελάχιστα δείγματα με τη μορφή σημειογραφίας, ανάμεσα στα οποία, ολοκληρωμένα
είναι μόνο τα παρακάτω: δύο Δελφικοί
Ύμνοι, τρεις Ύμνοι στον Απόλλωνα και μια επιτάφια
πλάκα (Επιτάφιος του Σεικίλου), που πάνω της έχει χαραγμένο ένα «σκόλιον».
Τα υπόλοιπα λείψανα είναι αρκετά αποσπασματικά.
Μα αν τα λείψανα της αρχαίας ελληνικής μουσικής είναι πολύ
λίγα, οι θεωρητικές πληροφορίες που έχουμε γι' αυτήν είναι πολύ περισσότερες,
έτσι που να μπορούμε να σχηματίσουμε κάποια γνώση της θεωρίας της. Αυτές τις
πληροφορίες τις βρίσκουμε διάσπαρτες στα συγγράμματα του Πλάτωνα και
του Αριστοτέλη,
στα Αρμονικά του Αριστόξενου,
στα συγγράμματα του Ευκλείδη,
στο Περί Μουσικής του Πλούταρχου,
στα συγγράμματα Βυζαντινών,
Λατίνων συγγραφέων και αλλού. Από τις πηγές αυτές παίρνουμε διάφορες θεωρητικές
πληροφορίες, όπως π.χ. για τα τετράχορδα,
τα γένη τους (διατονικό, χρωματικό, εναρμόνιο), τους τρόπους,
τις αρμονίες,
και τα «ήθη» αυτών.
Τις βάσεις της μουσικής θεωρίας και της μουσικής ακουστικής
θεωρείται ότι τις έθεσε ο Πυθαγόρας με
τους μαθητές του. Αυτός καθόρισε τη σχέση ανάμεσα στο ύψος του ήχου και στο
μήκος της χορδής, κάνοντας πειράματα πάνω στον λεγόμενο «κανόνα» ή «μονόχορδο του
Πυθαγόρα». Όσο μεγαλώνει το μήκος της χορδής, τόσο χαμηλότερος (βαρύτερος)
γίνεται ο ήχος που παράγεται από αυτήν και το αντίστροφο. Πέρα από τους
Πυθαγόρειους ασχολήθηκαν και άλλοι με τη θεωρία της μουσικής, ο Αριστοτέλης,
ο Αριστόξενος,
ο Πλούταρχος κ.ά.
Ο Αριστόξενος μάλιστα
με τα έργα του Ρυθμικά στοιχεία και Αρμονικά άρχισε
να δίνει βασική σημασία, όχι στις μαθηματικές αναζητήσεις, όπως έκαναν οι
Πυθαγόρειοι, αλλά στην πραγματική ακουστική σχέση ανάμεσα στους ήχους, όπως
αυτή προέκυπτε από τη μουσική πρακτική. Η αντίθεση αυτών των δύο θεωριών
διατηρήθηκε και καθόρισε δύο διαφορετικές πορείες στις μουσικοθεωρητικές
έρευνες. Την εποχή του Αριστόξενου διαμορφώθηκε
και ο μουσικός τονισμός των φθόγγων και
ο προσδιορισμός του με συμβατικά σημεία. Για να αποδώσουν τους μουσικούς
φθόγγους οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν γράμματα του αλφαβήτου σε
διάφορες θέσεις (όρθια, ανάποδα, πλάγια), ενώ άλλη σημειογραφία χρησιμοποιούσαν
για την φωνητική μουσική και άλλη για την οργανική.
Μουσικά όργανα
Όσο για τα μουσικά τους όργανα, αυτά ήταν έγχορδα, κρουστά
και πνευστά. Τα έγχορδα ήταν
συνήθως του τύπου της λύρας,
όπως Χέλυς, βάρβιτος, κιθάρα, φόρμιγξ, Ψαλτήρι κ.α.
Στα τέλη τουλάχιστον του 7ου αιώνα π.Χ. χρονολογείται η άρπας (τρίγωνον),
ενώ από τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. μαρτυρούνται οι αρχαίες πανδουρίδες (έγχορδα
του τύπου του λαούτου),
οι οποίες θεωρούνται πρόγονοι του σημερινού ταμπουρά και μπουζουκιού,
τόσο κατασκευαστικά, όσο και ετυμολογικά.
Στα πνευστά συγκαταλέγονταν
συνήθως οι αυλοί,
μονοί ή διπλοί, με διπλή συνήθως γλωττίδα, σαν τον σημερινό ζουρνά και
οι σύριγγες,
μονοκάλαμες ή πολυκάλαμες. Κλασικός στην ελληνική
λογοτεχνία είχε γίνει ο συνδυασμός της λύρας (ή κιθάρας) με τον αυλό.
Ένα ακόμη όργανο της εποχής αποτελεί και η ύδραυλις,
το οποίο, λόγω της μεγάλης του ηχητικής έντασης, χρησιμοποιούνταν συχνά σε
εορταστικά και αθλητικά γεγονότα (π.χ. ιπποδρομίες).
Κρουστά ήταν τα κρόταλα ή κρέμβαλα,
τα τύμπανα, τα κύμβαλα, καθώς και διάφορα σείστρα και
κουδούνια (κώδωνες). Η χρησιμοποίηση του κρουστών δεν ήταν τόσο
διαδεδομένη στα αρχαία ελληνικά μουσικά δρώμενα, όσο στις διονυσιακές τελετές
οργιαστικού χαρακτήρα, όπου γινόταν χρήση κυρίως τυμπάνων, κυμβάλων και
κουδουνιών.
Ελληνιστική εποχή
Στην ελληνιστική
εποχή ο λόγος, η μουσική και ο χορός αρχίζουν να διαχωρίζονται σε
ξεχωριστούς κλάδους και να μην αποτελούν σαν και πρώτα μια τέλεια ενότητα.
Έτσι, ο διθύραμβος,
από ομαδικό, λατρευτικό τραγούδι που ήταν, τώρα τραγουδιέται από ένα πρόσωπο
για να φανερωθεί και να επιβληθεί, ένα πνεύμα δεξιοτεχνίας. Αρχίζει η εποχή των
"βιρτουόζων", που είναι περιζήτητοι και πληρώνονται μεγάλα ποσά.
Βυζαντινή και μεταβυζαντινή εποχή
Κύριο λήμμα: Βυζαντινή
μουσική
Λέγοντας βυζαντινή μουσική εννοούμε τη μουσική της Ορθόδοξης
Ανατολικής Εκκλησίας, όπως διαμορφώθηκε στους βυζαντινούς χρόνους και μετά από
την πτώση της βυζαντινής
αυτοκρατορίας. Όπως οι περισσότερες μορφές τέχνης που έχουν σωθεί από
εκείνη την εποχή, έτσι και η βυζαντινή
μουσική εξυπηρέτησε βασικά την Εκκλησία και αποτελεί μια σύνθεση από
αρχαία ελληνικά, στοιχεία και διάφορες ανατολικές μουσικές επιδράσεις.
Χαρακτηριστικά στοιχεία της βυζαντινής μουσικής είναι:
η μονοφωνία,
η έλλειψη ενόργανης συνοδείας και το σημειογραφικό παρασημαντικό της σύστημα,
που εξελίχθηκε σταδιακά στο πέρασμα των αιώνων. Η Ορθόδοξη
Εκκλησία από τους πρώτους κιόλας χριστιανικούς αιώνες, είχε αποκλείσει
τα μουσικά όργανα από την λατρεία. Βέβαια από τον 4ο αιώνα βρίσκουμε στο
Παλάτι, στον Ιππόδρομο, στην Αγία
Σοφία κ.ά. την ύδραυλι (εφεύρεση του Κτησίβιου
του Αλεξανδρινού), το οποίο χρησίμευε στην κοσμική μουσική και μόνο για την
εκγύμναση των ψαλτών.
Την ιστορία της βυζαντινής μουσικής μπορούμε να τη χωρίσουμε
σε 3 εποχές.
Από τον 4ο ως τον 8ο αιώνα
Από τον Μέγα
Κωνσταντίνο ως τον Ιωάννη
το Δαμασκηνό, η εκκλησιαστική μουσική αναπτύσσεται ιδιαίτερα, μαζί με το
τελετουργικό τυπικό. Ο χριστιανισμός έχει επίσημα αναγνωριστεί, οι διωγμοί
είχαν σταματήσει και η ψαλτική μουσική έχει γίνει βασικό στοιχείο της
Λειτουργίας.
Οι πρώτοι χριστιανικοί εκκλησιαστικοί ύμνοι ή ψέλνονταν, από
ολόκληρο το εκκλησίασμα ή από έναν ψάλτη, που τον ακολουθούσε το πλήθος
ψέλνοντας μαζί του μόνο τις τελευταίες συλλαβές . Σιγά-σιγά η υμνωδία αρχίζει
να πλουτίζεται. Οι διάφορες αιρέσεις παίζουν σπουδαίο ρόλο σε αυτό, καθώς
προσπαθούν για προσηλυτισμό περισσότερων οπαδών να χρωματίσουν ελκυστικότερα τη
μουσική τους. Για τούτο και εκείνοι που έγραφαν τους ύμνους και αυτοί που τους
μελοποιούσαν, δε δίσταζαν να χρησιμοποιούν παλιές μελωδίες, που τις αναζητούσαν
σε κοσμική μουσική. Με την εξάπλωση του Χριστιανισμού παρουσιάζεται επίσης η
αντιφωνία, ο χωρισμός δηλ. των ψαλτών σε αριστερό και δεξιό χορό, που ο καθένας
ψέλνει ύστερα από τον άλλον, το ίδιο μέλος, (επίδραση από το χορό της αρχαίας
τραγωδίας). Με το πέρασμα του χρόνου διαμορφώνονται δύο ειδών μελωδίες: το
ειρμολογικό μέλος (γρήγορο και συλλαβικό) και το στιχηραρικό μέλος (πιο αργό
και μελισμαστικό).
Οι σπουδαιότεροι διαμορφωτές της εκκλησιαστικής μουσικής
αυτής της εποχής - που κατά κάποιον τρόπο αποτελεί και το σύνδεσμο της
βυζαντινής με την αρχαία ελληνική μουσική – είναι οι Εφραίμ ο Σύρος, Αμβρόσιος
των Μεδιολάνων, Μέγας
Βασίλειος, Γρηγόριος
Ναζιανζηνός, Ιωάννης
ο Χρυσόστομος. Όλοι αυτοί έγραψαν ύμνους και τροπάρια,
που, ανάλογα με το περιεχόμενό τους, χωρίζονται σε απολυτίκια, μεγαλυνάρια,
κεκραγάρια κλπ. Από τους μελωδούς και υμνωδούς της ίδιας εποχής σπουδαιότεροι
είναι ο Ρωμανός
ο Μελωδός, που χάρισε στη βυζαντινή μουσική κάποιους από τους ωραιότερους
ύμνους και τροπάρια (Η Παρθένος σήμερον κ.ά.).
Η βυζαντινή μουσική ως τον 8ο αιώνα έπαιξε και στην Ευρώπη
αξιόλογο ρόλο. Εισχώρησε στη Ρώμη, στη Νότια Ιταλία, τη Φραγκονία, την Ιρλανδία
και περισσότερο στο γειτονικό βαλκανικό χώρο που συχνά συνδεόταν με τη
βυζαντινή πολιτική, ώστε να γίνεται ένα από τα όργανα της προπαγάνδας της.
Από τον 8ο ως τον 13ο αιώνα
Από τον Ιωάννη
το Δαμασκηνό ως τον Ιωάννη
Κουκουζέλη, η βυζαντινή μουσική γνωρίζει τη μεγαλύτερη ακμή της.
Καθιερώνοντας επίσημα τα τρία μουσικά γένη (διατονικό, χρωματικό, εναρμόνιο)
διαμορφώνεται και τρίτο είδος μελωδίας, το παπαδικόν μέλος, που συμπλήρωνε τα
δύο άλλα (ειρμολογικό και στιχηραρικό) και ήταν πιο αργό από αυτά. Χωρίζεται
επίσης το έργο του υμνογράφου από το έργο του μελοποιού και η μουσική γίνεται
εκφραστικότερη και παίρνει ένα περίτεχνο και διακοσμητικό ύφος.
Αυτή την εποχή ακμάζει και η μεγάλη μορφή της βυζαντινής
μουσικής, ο Ιωάννης
ο Δαμασκηνός. Διάσημος θεολόγος, φιλόσοφος και υμνογράφος, συγκέντρωσε όλες
τις λειτουργικές μελωδίες, που ήταν σύμφωνες με το ορθόδοξο δόγμα και το
αυστηρό πνεύμα της βυζαντινής μουσικής (αποκλείοντας ότι θύμιζε παλιό
ειδωλολατρικό τραγούδι) τις κωδικοποίησε στην Οκτώηχο, που είναι το
σπουδαιότερο από τα έργα του και στάθηκε σταθμός στην εξέλιξη της βυζαντινής
μουσικής. Στην περίφημη αυτή Οκτώηχο είναι συγκεντρωμένοι οι καλύτεροι ύμνοι,
καταταγμένοι σε ομάδες.
Στην ίδια εποχή ακμάζουν και οι υμνογράφοι Θεόδωρος και Ιωσήφ
Στουδίτης, ο Πατριάρχης Φώτιος,
ο Λέων ο σοφός, ο Κωνσταντίνος
Ζ'Πορφυρογέννητος, ο Ιωάννης
ο Γλυκύς, ο Μιχαήλ
Ψελλός, η μοναχή Κασσιανή κ.ά.
Μεταβυζαντινή εποχή
Κατά την Οθωμανική περίοδο η εκκλησιαστική μουσική δεν
σταμάτησε να αναπτύσσεται και ονομάζεται συχνά μεταβυζαντινή. Η θεωρητική και
πρακτική μελέτη των περασμένων εποχών γίνεται η κύρια απασχόληση των ειδικών. Ο
σημαντικότερος από τους θεωρητικούς αυτών των χρόνων είναι ο Ιωάννης
Κουκουζέλης, που ασχολήθηκε με τις μουσικές μελέτες, τη συγγραφή σπουδαίων
θεωρητικών έργων και τη σύνθεση τροπαρίων και ύμνων.
Εκτός από τον Κουκουζέλη και άλλοι, όπως ο Γ.
Παχυμέρης και ο Μανουήλ
Βρυέννιος, πρόσφεραν σημαντικές υπηρεσίες στη θεωρητική μελέτη της μουσικής
του καιρού τους. Η πιο σημαντική όμως εξέλιξη αυτής της εποχής, είναι η
λεγόμενη «απλοποίηση» της βυζαντινής μουσικής (σημειογραφίας), η οποία πέρασε
από πολλά στάδια.
Ο Βαλάσιος (17ος
αιώνας) και ο Πέτρος
ο Πελοποννήσιος (18ος αιώνας) απλοποίησαν το σύστημα της
σημειογραφίας, το οποίο πήρε την τελική του μορφή μόλις στις αρχές του 19ου
αιώνα από τους τρεις μεγάλους μουσικοδιδασκάλους, τον Χρύσανθο
Μαδύτου, τον Γρηγόριο
τον Πρωτοψάλτη και τον Χουρμούζιο
Χαρτοφύλακα. Σε αυτούς τους τρεις οφείλεται και η ονομασία των επτά φθόγγων
της βυζαντινής μουσικής: πα, βου, γα, δη, κε, ζω, νη.
Νεοελληνική μουσική
Κύριο λήμμα: Νεοελληνική
μουσική
Με τον όρο νεοελληνική μουσική εννοείται το σώμα της
ελληνικής μουσικής και καλύπτει χρονικά την περίοδο από τον 16ο αιώνα έως τη
σύγχρονη εποχή. Από τις απαρχές της νεοελληνικής μουσικής και τον Φραγκίσκο
Λεονταρίτη, τη νεοελληνική όπερα, τη Νεοελληνική Εθνική Μουσική Σκηνή, την
νεοελληνική ηλεκτρακουστική εποχή, τον Ν. Σκαλκώτα και τον Γ.Α. Παπαϊωάννου η
νεοελληνική μουσική φέρει εγγενώς ένα πλούσιο παρελθόν σε ό.τι αφορά στη λόγια
και τη λαϊκή της παράδοση.
Δημοτικό τραγούδι
Κύριο λήμμα: Δημοτικό
τραγούδι
Το ελληνικό δημοτικό
τραγούδι αναπτύχθηκε παράλληλα με την βυζαντινή
εκκλησιαστική μουσική και διαδόθηκε κυρίως με προφορικά μέσα. Είναι
και αυτό μονοφωνικό και τροπικό στη
δομή του, ενδεικτικό μάλιστα είναι ότι η πιστότερη καταγραφή του γίνεται με την
βυζαντινή σημειογραφία. Δεν ήταν άγνωστο επίσης το φαινόμενο κατά το οποίο τα
λόγια γνωστών εκκλησιαστικών μελών αντικαθίσταντο ακόμα και με σατυρικούς
στίχους και τραγουδιούνταν σε γιορτές και πανηγύρια, πράγμα που είναι
αποδεδειγμένο ότι συνέβαινε κατά καιρούς και με την δυτική εκκλησιαστική μουσική
του Μεσαίωνα.
Ακριτικό και Κλέφτικο
Κύριο λήμμα: Κλέφτικο
τραγούδι
Ως αρχή του δημοτικού τραγουδιού θεωρείται το ακριτικό τραγούδι,
που δημιουργήθηκε στη χρονική περίοδο από τον 9ο έως και 11ο αιώνα περίπου. Η
θεματολογία του ήταν η ζωή και τα ηρωικά κατορθώματα των ακριτών, που
κατοικούσαν στα σύνορα της βυζαντινής
αυτοκρατορίας με σκοπό την προστασία των συνόρων από τις συχνές
εξωτερικές επιθέσεις της εποχής. Τη σκυτάλη από το ακριτικό τραγούδι πήρε
το κλέφτικο,
το οποίο διαδόθηκε από στόμα σε στόμα και σε πανηγύρια στα χρόνια της τουρκοκρατίας,
με κορύφωση στην περίοδο της Ελληνικής
Επανάστασης του 1821. Το κλέφτικο τραγούδι ήταν δημιούργημα της ρωμέικης
ζωής, εμπνευσμένο από τη ζωή και τη δράση των κλεφτών και
των αρματωλών είναι
γεμάτο από αυθορμητισμό και ειλικρίνεια συγκίνησης.
Στεριανό και νησιώτικο
Οι περισσότεροι μελετητές διαιρούν την ελληνική δημοτική
μουσική σε δύο ομάδες:
- Την στεριανή (Ήπειρος,Θεσσαλία, Μοριάς, Ρούμελη, Μακεδονία)
- Την θαλασσινή ή νησιώτικη (νησιάκαι Μικρασιατικά
παράλια, Θράκη,
ακτές της Πελοποννήσου και συγκεκριμένα σημείων της Στερεάς Ελλάδας, καθώς
και Κύπρος)
Οι διαφορές των δύο ομάδων συνίστανται κυρίως στα παρακάτω
σημεία:
- Στους ρυθμούς. Οι
νησιώτικοι χοροί είναι συνήθως δίσημοι, ενώ στην ηπειρωτική Ελλάδα, οι
πεντάσημοι και επτάσημοι χοροί είναι πολύ συχνοί (π.χ. Καλαματιανός σε
7/8).
- Τρόποι. Στη στεριά χρησιμοποιούνται κυρίως ανημιτονικές κλίμακες (κλίμακες
που δεν έχουν ημιτόνια κατά την διαδοχή των φθόγγων τους), σε αντίθεση με
τα νησιά.
- Ομοιοκαταληξία και αυτοσχεδιασμοί είναι συχνοί στα νησιά, ενώ στην στεριά
παρατηρούνται πολύ σπάνια (π.χ. μανιάτικα μοιρολόγια)
- Συνδυασμοί οργάνων. Στην στεριά, ο χαρακτηριστικός συνδυασμός
οργάνων ήταν αρχικά η "ζυγιά" νταούλι και ζουρνάς (αργότερα κλαρίνο),
ενώ στα νησιά τουμπί και λύρα (αργότερα λαούτο και βιολί).
Στα νεότερα χρόνια οι καθιερωμένοι αυτοί συνδυασμοί αμβλύνθηκαν.
Μια Τρίτη κατηγορία που θα μπορούσε να διακριθει είναι η
ανατολίτικη μουσική της ενδοχωρας της μικρας Ασίας, (καππαδοκια, καραμαν κλπ) η
οποία συγγενευει με τις μουσικές της μέσης ανατολής, ωστόσο δεν φαίνεται να
έχει πολλά κοινά με την μουσική της κυρίως Ελλάδας
Η αστική λαϊκή μουσική
Στα αστικά κέντρα με έντονη ελληνική παρουσία (Πόλη, Σμύρνη, Σύρος, Γιάννινα, Θεσσαλονίκη, Πειραιάς)
διαμορφώθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα,ανάμεσα σε άλλα μουσικά είδη, και ένα
είδος λαϊκού τραγουδιού που ονομάστηκε «ρεμπέτικο».
Η ονομασία του όρου είναι αβέβαιης ετυμολογικής προέλευσης. Ανάμεσα στις πιο
διαδεδομένες εκδοχές είναι: από το αρχαιοελληνικό ρέμβω/ρέμβομαι (υποδηλώνοντας
τον περιπλανώμενο, τον άεργο). Ωστόσο η λέξη είναι στενά συνδεδεμένη, με τη
λέξη μάγκας, ειδικά μετά και από τις πολυάριθμες σχετικές μελέτες που είδαν το
φως της δημοσιότητας.[2] Ως
μετεξέλιξη του ρεμπέτικου θεωρείται το λαϊκό τραγούδι των δεκαετιών του
1950-1960, το οποίο συνεχίζει να ακούγεται και εξελίσσεται μέχρι και σήμερα.
Στην δεκαετία του 1960 κάνει την εμφάνισή του και το έντεχνο τραγούδι, αρχικά
με την έννοια της μελοποιημένης ποίησης και των "κύκλων τραγουδιών"
και κύριους εκπροσώπους τον Μάνο
Χατζιδάκι και τον Μίκη
Θεοδωράκη.
Το Ρεμπέτικο
Κύριο λήμμα: Ρεμπέτικη
μουσική
Δείτε επίσης: Χρονοδιάγραμμα
του ρεμπέτικου
Ως περίοδοι του ρεμπέτικου αναγνωρίζονται, με μικρές
παραλλαγές, από τους μελετητές οι εξής:
- Πρώιμη περίοδος (π.1890-1922). Επικρατούν
θεματολογικά οι αναφορές στην παρανομία, τα ναρκωτικά, τη φυλακή και το
σινάφι των περιθωριακών. Ο δημιουργός είναι συνήθως ανώνυμος και η διάδοση
προφορική και περιορισμένη. Χώρος παραγωγής είναι συχνά ο «τεκές» και η
φυλακή.
- Κλασική περίοδος (1922-1940). Η ρεμπέτικη
αργκό και τα ανατολίτικα στοιχεία που προέρχονταν από τη Σμύρνη αρχίζουν
να υποχωρούν, Σ' αυτό συνέτεινε και με σχετικές απαγορεύσεις η λογοκρισία
της μεταξικής δικτατορίας.
Τα τραγούδια έχουν ως θέμα τους τον έρωτα, τη θλίψη και τη ρεμπέτικη ζωή.
Η λαϊκή ορχήστρα εμπλουτίζεται και χώρος παραγωγής είναι πλέον η ταβέρνα.
- Εργατική περίοδος (1940-1953). Τραγούδια
διαμαρτυρίας, της εργατικής ζωής, του ξενιτεμού, της μάνας. Το στιχουργικό
ύφος αποκτά περισσότερο ποιητικό χαρακτήρα και όσον αφορά στην ενορχήστρωση,
χρησιμοποιούνται πρόσθετα πολυφωνικά όργανα, όπως το ακορντεόν και
το πιάνο (Τσιτσάνης).
Τα τραγούδια διαδίδονται με δίσκους και στα «κέντρα διασκεδάσεως».
Σημαντικές σχολές του Ρεμπέτικου ήταν:
- η Σμυρναίικη Σχολή (Παναγιώτης
Τούντας,Βαγγέλης
Παπάζογλου), που αποτελεί γέφυρα της 1ης και της 2ης περιόδου.
Αναπτύσσεται στην κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα της Σμύρνης,
με τα καφέ «Αμάν» και τα καφέ «Σαντάν». Ενορχήστρωση με σαντούρια και βιολιά («σαντουρόβιολα»),
ρυθμοί εννιάσημοι (καρσιλαμάς, ζεϊμπέκικο).
- Πειραιώτικη Σχολή του κλασικού ρεμπέτικου (Μάρκος
Βαμβακάρης,Γιώργος
Μπάτης, Ανέστης
Δελιάς, Στράτος
Παγιουμτζής), που καθιερώνει το μπουζούκι («μπουζουκομπαγλαμάδες»). Ζεϊμπέκικο και χασάπικο είναι
οι χαρακτηριστικοί ρυθμοί.
Ο Βασίλης
Τσιτσάνης είναι από τους πρωτεργάτες του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού,
αποτελώντας ταυτόχρονα και γέφυρα ανάμεσα στο ρεμπέτικοκαι
στο λαϊκό (δεκαετία του 1950 και εξής). Η μετάβαση στο λεγόμενο «λαϊκό» γίνεται
φανερή στην μουσική με την επιβολή ευρωπαϊκού κουρδίσματος στο μπουζούκι και
την προσθήκη της 4ης χορδής από τον Χιώτη (1953),
γεγονός που σηματοδοτεί ότι ο δημιουργός μπορεί να γράφει τραγούδια με «αρμονίες»
(«ματζοράκια-μινοράκια» κατά τον Τσιτσάνη). Η δισκογραφία, το ραδιόφωνο και οι
ελληνικές κινηματογραφικές ταινίες επηρεάζουν αποφασιστικά την δημιουργία και
την διάδοση του λαϊκού τραγουδιού. Στη θεματολογία επικρατεί το ερωτικό
στοιχείο, αλλά δε λείπουν και θέματα που αφορούσαν στα προβλήματα της ελληνικής
κοινωνίας, όπως ο εμφύλιος, η μετανάστευση, η ξενιτειά, η φτώχεια, οι
κοινωνικές αδικίες. Στο πλαίσιο ενός γενικότερου εξωτισμού, εισάγονται επίσης
αραβοπερσικές διασκευές τραγουδιών και εξωτική θεματολογία, αλλά και ρυθμοί,
απόρροια της τάσης φυγής από κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα της
μετεμφυλιακής περιόδου. Το λαϊκό τραγούδι γίνεται σταδιακά αποδεκτό και από τις
ανώτερες κοινωνικές τάξεις («Λαός και Κολωνάκι») και ανάλογα με τις προτιμήσεις
του κοινού διαμορφώνονται επιμέρους ύφη, όπως «βαρύ λαϊκό», «ελαφρολαϊκό κτλ».
Σημαντικοί δημιουργοί, εκτός από τον Τσιτσάνη, ήταν οι: Γεράσιμος
Κλουβάτος, Γιώργος
Μητσάκης, Θόδωρος
Δερβενιώτης, Μπάμπης
Μπακάλης, Απόστολος
Καλδάρας, Άκης
Πάνου
Ερμηνευτές (ενδεικτικά): Στέλιος
Καζαντζίδης, Δημήτρης
Μητροπάνος, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Στράτος
Διονυσίου, Πάνος
Γαβαλάς, Μανώλης
Αγγελόπουλος, Καίτη
Γκρέυ, Γιώτα
Λύδια, Πόλυ
Πάνου, Βαγγέλης
Περπινιάδης,
Στιχουργοί: Ευτυχία
Παπαγιαννοπούλου, Χαράλαμπος
Βασιλειάδης, Κώστας
Βίρβος, Χρήστος
Κολοκοτρώνης, Κώστας
Μάνεσης.
Τον 20 αιώνα (κυρίως την δεκαετία 90 και μετά) έχει άνθιση
και το ελαφρολαϊκό τραγούδι το οποίο είχε ιδιαίτερα μεγάλη απήχηση στον κόσμο ο
σπουδαιότερος ελαφρολαϊκός-λαικός τραγουδιστής καθιερώνεται ο Δημήτρης
Μητροπάνος ο οποίος μεν ξεκίνησε με βάση το Λαϊκό τραγούδι αλλά στην
συνέχεια άλλαξε πορεία και επεκτάθηκε προς άλλα είδη του Ελληνικού τραγουδιού.
Το Έντεχνο τραγούδι
Εμφανίζεται στα τέλη της δεκαετίας του 1950 - αρχές δεκαετίας
του 1960 με πρωτεργάτες τους: Μάνο
Χατζιδάκι (Ο Κύκλος με την κιμωλία, Παραμύθι χωρίς
Όνομα) και Μίκη
Θεοδωράκη (Επιτάφιος - Διονυσια το επεξεργαστηκα). Κοινό
χαρακτηριστικό των πρωτεργατών του «έντεχνου-λαϊκού» τραγουδιού ήταν εκπαίδευσή
τους στην κλασική
μουσική και η αναζήτηση της ελληνικότητας. Επινοώντας το έντεχνο
τραγούδι μετέφεραν και ορισμένα από τα ιδεώδη της Εθνικής
Σχολής στο λαϊκό τραγούδι.[3]
Ο όρος ΄΄Έντεχνο-λαϊκό΄΄ περιέχει δύο αντιφατικές έννοιες,
δηλωτικές του διχασμού του Νεοέλληνα ανάμεσα στην λαίκή παράδοση και τον δυτικό
προσανατολισμό[4] Ο
Μίκης Θεοδωράκης ορίζει το Έντεχνο λαϊκό τραγούδι ως[5]:
«ένα σύγχρονο σύνθετο μουσικό έργο τέχνης που θα μπορεί να αφομοιωθεί
δημιουργικά από τις μάζες». Αφετηρία της προσπάθειας αυτής είναι ο «Επιτάφιος»
(1958, σε ποίηση Ρίτσου), για τον οποίο ο Θεοδωράκης αναφέρει: «δεν είναι
τίποτε άλλο παρά το πάντρεμα ανάμεσα στη σύγχρονη ελληνική μουσική και στη
σύγχρονη ελληνική ποίηση».
Ως αποτέλεσμα δημιουργείται μια παράδοση μελοποιημένης
ποίησης που ονομάζεται «Έντεχνο τραγούδι». Διαφέρει από το λαϊκό κυρίως
στο στίχο, αλλά και στη μουσική (ενορχήστρωση, ύφος). Ο χαρακτήρας του είναι
περισσότερο δυτικός όσον αφορά στα συνθετικά μέσα, δεν έχει όμως καμία σχέση με
τη φόρμα του δυτικοευρωπαϊκού ρομαντικού και μεταρομαντικού έντεχνου τραγουδιού Ληντ (Lied).
Το ελληνικό Έντεχνο τραγούδι αποκτά γρήγορα μεγάλη απήχηση στις πλατιές μάζες,
φαινόμενο πραγματικά σπάνιο για τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Σε αυτό συνέβαλε και ο
ενεργός πολιτικός ρόλος του συγκεκριμένου είδους κατά τη περίοδο της
δικτατορίας.
Μερικά χαρακτηριστικά της παράδοσης αυτής του Έντεχνου λαϊκού
τραγουδιού είναι:
- Οι κύκλοι τραγουδιών: δίσκοι με ενότητες
τραγουδιών που ακολουθούν μια ενιαία κεντρική ιδέα. Πρόκειται για
μελοποιημένη ποίηση σύγχρονων – κυρίως Ελλήνων – ποιητών ή στιχουργών.
- Καθιέρωση του λαϊκού τραγουδιστή και του
λαϊκού μουσικού οργάνου (μπουζούκι) ως αυθεντικών εκφραστών του γνήσιου
ποιητικού πάθους.
- Νέα μορφή επικοινωνίας με το κοινό με την
καθιέρωση της λαϊκής συναυλίας σε ανοικτούς ή ειδικά διαμορφωμένους
χώρους, με μαζική συμμετοχή.
Ενδεικτικοί κύκλοι τραγουδιών που θεωρούνται σήμερα κλασικοί
του Έντεχνου τραγουδιού είναι:
- Μίκης
Θεοδωράκης: Άξιον Εστί («λαϊκό ορατόριο», Ελύτης).
- Μάνος
Χατζιδάκις: Μεγάλος Ερωτικός (μελοποιημένη ποίηση
περί έρωτος: Σαπφώ, Ευριπίδης, Σολωμός, Καβάφης, Ελύτης, Γκάτσος κ.ά.).
- Γιάννης
Μαρκόπουλος: Ιθαγένεια, Χρονικό (Μύρης).
- Θάνος
Μικρούτσικος: Ο Σταυρός του Νότου (Καββαδίας).
- Σταύρoς
Ξαρχάκoς: Κατά Μάρκον (Γκάτσος):
- Διονύσης
Σαββόπουλος: Μπάλλος, Αχαρνής, Τραπεζάκια
έξω, κ.α.
Άλλοι σημαντικοί συνθέτες που υιοθέτησαν το τραγουδιστικό
κλίμα του Έντεχνου ήταν οι: Μάνος
Λοΐζος, Δήμος
Μούτσης, Χρήστος
Λεοντής, Δημήτρης
Λάγιος, Νίκος
Μαμαγκάκης και από πλευράς στιχουργών οι: Λευτέρης
Παπαδόπουλος, Μάνος
Ελευθερίου, Τάσος
Λειβαδίτης κ.ά.
Χαρακτηριστικότεροι ερμηνευτές της πρώτης γενιάς του Έντεχνου
ελληνικού τραγουδιού (1950-1980) είναι οι Μαρία
Φαραντούρη, Γιώργος
Μούτσιος, Μαρία
Δημητριάδη, Φλέρυ
Νταντωνάκη, Αλίκη
Καγιαλόγλου, Μαρίζα
Κώχ, Νάνα
Μούσχουρη κ.ά., ενώ από το 1980 μέχρι σήμερα έχουν ξεχωρίσει οι Νάνα
Μούσχουρη, Νένα
Βενετσάνου, Σαβίνα
Γιαννάτου, Έλλη
Πασπαλά, Μανώλης
Λιδάκης, Γιάννης
Κότσιρας, Δημήτρης
Μπάσης και Νατάσα
Μποφίλιου, μεταξύ άλλων. Παράλληλα, γνωστοί τραγουδιστές όπως οι Χάρις
Αλεξίου, Δήμητρα
Γαλάνη, Τάνια
Τσανακλίδου, Γιώργος
Νταλάρας και Μελίνα Ασλανίδου, έχουν επίσης ασχοληθεί κατά καιρούς με
το Έντεχνο πραγματοποιώντας αξιόλογες ερμηνείες
Στην παράδοση του Έντεχνου τραγουδιού προστέθηκαν μέσω της
διάδοσης των μπουάτ, οι "τραγουδοποιοί", που γράφουν τη μουσική, το
στίχο και τραγουδούν οι ίδιοι τα τραγούδια τους . Πρωτεργάτης θεωρείται ο Διονύσης
Σαββόπουλος, ενώ ανάμεσα στους σημερινούς εκπροσώπους του είδους είναι
ο Σωκράτης
Μάλαμας, ο Μιλτιάδης
Πασχαλίδης, o Αλκίνοος
Ιωαννίδης, ο Ορφέας
Περίδης, ο Θανάσης
Παπακωνσταντίνου, ο Γιάννης
Αγγελάκας (στην περίοδο της Σόλο καριέρας του) κ.ά.
Από τη δεκαετία του '70 και μετά, εμφανίζεται και το ελληνικό
ροκ που πατάει κυρίως σε δυτικές μουσικές φόρμες αλλά χρησιμοποιεί ελληνικό
στίχο. Σημαντικοί εκφραστές του είδους θεωρούνται ο Παύλος
Σιδηρόπουλος, ο Θανάσης
Γκαϊφύλλιας και ο Δημήτρης
Πουλικάκος. Στις επόμενες δεκαετίες ακολουθούν τα γκρουπ Τρύπες, Μωρά
στη Φωτιά, Ξύλινα
Σπαθιά, Διάφανα
Κρίνα, Ενδελέχεια,Πυξ
Λαξ κ.ά.
Νεοελληνική έντεχνη μουσική
Με την έκφραση νεοελληνική έντεχνη μουσική εννοούμε
την μουσική δημιουργία κοσμικής μουσικής από Έλληνες επώνυμους δημιουργούς
από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους και εξής. Ο όρος υπονοεί συνήθως
μουσική σε δυτικοευρωπαϊκό ύφος γραμμένη από επώνυμους Έλληνες στο πλαίσιο
της ελληνικής
εθνικής μουσικής σχολής (με ιδρυτή τον Μανώλη
Καλομοίρη) ή από Έλληνες συνθέτες εκτός εθνικής μουσικής σχολής, αλλά με
σημαντικό έργο, αναγνωρισμένο στην Ελλάδα και στο εξωτερικό (Νίκος
Σκαλκώτας, Γιάννης
Χρήστου, Γιάννης
Ξενάκης).
Κατά τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο τα δείγματα
επώνυμης κοσμικής μουσικής είναι μάλλον περιορισμένα, σε αντιδιαστολή με την
εκκλησιαστική βυζαντινή
μουσική, και ως κοσμική μουσική εννοείται κατά βάση το δημοτικό
τραγούδι.
Τα πρώτα γνωστά δείγματα επώνυμης κοσμικής μουσικής της
νεοελληνικής ιστορίας προέρχονται από τα Επτάνησα,
που ήταν και μία από της σημαντικότερες διόδους εισαγωγής των ευρωπαϊκών ιδεών
και της δυτικής μουσικής (μέσω Ιταλίας)
στην υπόλοιπη Ελλάδα,
πριν και μετά την ένωση με αυτήν (1864). Από τις αρχές του 19ου αιώνα άρχισαν
να ιδρύονται Φιλαρμονικές Εταιρείες - αρχικά από Ιταλούς -
στην Ζάκυνθο,
την Κεφαλλονιάκαι
την Κέρκυρα,
παίζοντας σημαντικό ρόλο στην μουσική εκπαίδευση των κατοίκων των Ιονίων
νήσων, σύμφωνα με τα ιταλικά πρότυπα. Επίσης, η επικοινωνία των Επτανήσων με
την Ιταλία,
η ανάπτυξη του εμπορίου, οι μελοδραματικοί θίασοι, που κάθε χρόνο έκαναν στα
νησιά την επίσκεψή τους, συνετέλεσαν στο να αναπτυχθεί σε αυτά μια αξιόλογη
μουσική κίνηση και να δημιουργηθεί μια πλούσια σχετική μουσική παράδοση, που
ονομάστηκε επτανησιακή μουσική σχολή. Σε αυτήν ανήκουν όλοι οι
πρώτοι επώνυμοι Έλληνες συνθέτες, με σημαντικότερο τον Κερκυραίο Νικόλαο
Μάντζαρο (1795-1872). Ανάμεσα στους μαθητές του Μάντζαρου ήταν οι:
Αντώνιος Καπνίσης, Φραγκίσκος Δομενεγίνης, Παύλος
Καρρέρ (ή Καρρέρης στα ελληνικά), Σουζάνα Νεράντζη κ.ά. Σημαντικοί
επτανήσιοι συνθέτες θεωρούνται οι: οικογένεια
Λαμπελέτ (Εδουάρδος και οι γιοι του Ναπολέων,
Λουδοβίκος και Γεώργιος),
Σπυρίδων Σπάθης, Σπυρίδων
Σαμάρας, Σπυρίδων
Ξύνδας κ.ά.
Η επικοινωνία των Επτανήσων με τη Δύση έκανε την επτανησιακή
μουσική, ακόμα και τη λαϊκή (καντάδα και αρέκιες),
να μείνει προσκολλημένη στα πρότυπα της ιταλικής όπερας.
Οι Επτανήσιοι συνθέτες κατηγορήθηκαν αργότερα δριμύτατα από εκπροσώπους της
Εθνικής Σχολής (με γνωστή τη σχετική διαμάχη Καλομοίρη-Λαμπελέτ)
ότι, παρόλο που εμπνέονταν από την Επανάσταση του 1821 και άλλα εθνικά θέματα,
δεν μπόρεσαν να δώσουν «ελληνικό χαρακτήρα» στη μουσική τους, παραμένοντας σε
μια στείρα μίμηση της αντίστοιχης ιταλικής. H πρόσφατη έρευνα έχει καταρρίψει
εντελώς τη μονόπλευρη αυτή θεώρηση, μιας και έργα που θα μπορούσαν να γίνουν
δεκτά ακόμη και από την 'κατά Καλομοίρη' ιδέα της εθνικής μουσικής έχουν
συντεθεί ήδη από το 1837. Άλλωστε, το κριτήριο της ελληνικότητας της μουσικής
που έθετε η εθνική μουσική σχολή δεν ήταν ποτέ ξεκάθαρο ή μετρήσιμο και
θεωρείται σήμερα αντικείμενο μουσικολογικής έρευνας.[7]
Τα τελευταία χρόνια, έπειτα από διάφορες μουσικολογικές
έρευνες (π.χ. Γ.
Λεωτσάκου) που είχαν ως αποτέλεσμα την ανεύρεση πολλών χαμένων έργων
Επτανησίων συνθετων, αρχίζει να επανεκτιμάται η εν πολλοίς αδικημένη
Επτανησιακή Μουσική Σχολή. Αποδεικνύεται μάλιστα ότι η μουσική γλώσσα των
Επτανησίων διαθέτει ένα ιδιαίτερο μεσογειακό χρώμα και ακόμη ότι Εθνική μουσική
σχολή προϋπήρχε στα Επτάνησα ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα. Χαρακτηριστικά
παραδείγματα η "Ανατολική Συμφωνιά" του Μάντζαρου, "Το Ξύπνημα
του Κλέφτη" (έργο για πιάνο) του Ιωσήφ Λιβεράλη, η "Δέσπω" του
Καρρέρη (όπερα) κ.ά, έργα που βρίθουν ελληνικότητας. Η άγνοια του έργου αυτών
των προικισμένων συνθετών οδήγησε σε εντελώς λανθασμένα συμπεράσματα και
επιπόλαιες κριτικές, που δίχασαν και διχάζουν την ελληνική μουσική, στερώντας
της μία από τις ωραιότερες μουσικές σελίδες της, την επτανησιακή. Στο Νικόλαο
Μάντζαρο χρεώθηκε συχνά ακαδημαϊσμός και ιταλισμός. Ωστόσο αποδεικνύεται πως οι
επιρροές που είχε δεχθεί ξεπερνούσαν τα όρια της Ιταλίας. Μουσικά του έργα
μπορούν κάλλιστα να συγκριθούν με έργα Γάλλων και Αυστριακών κλασικών συνθετών.
Η Επτανησιακή Σχολή αποτελεί φαινόμενο ιδιαίτερο στο χώρο της Μεσογείου. Την
ίδια εμπαθή κριτική εδέχθη και η πολυφωνική εκκλησιαστική μουσική των Επτανήσων.
Εν τούτοις διαθέτει κι αυτή ένα ξεχωριστό χρώμα, απόλυτα επτανησιακό, και
εξίσου νόμιμο με το λεγόμενο "κωνσταντινουπολίτικο".
Η ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους, η ανάπτυξη των πόλεων
αλλά και η ανάδυση νέων κοινωνικών ομάδων, δημιούργησαν ένα καινούριο μουσικό
γούστο στην υπό διαμόρφωση αστική τάξη, στραμμένο προς την Ευρώπη. Είναι η
εποχή με τους ιταλικούς μελοδραματικούς θιάσους που επισκέπτονται τακτικά
την Αθήνα από
το 1840 και
μετά. Το ιταλικό μελόδραμα διαδραματίζει
αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση του μουσικού γούστου των νεότερων Ελλήνων. Σε
αυτό συνέβαλαν σημαντικά και οι επτανήσιοι μουσικοί, οι οποίοι
δραστηριοποιήθηκαν και στην Αθήνα για τη διάδοση της ευρωπαϊκής μουσικής με την
ίδρυση διάφορων μουσικών σωματείων ή ιδιωτικών σχολών. Η συστηματοποίηση όμως
της μουσικής εκπαίδευσης αρχίζει με την ίδρυση του Ωδείου Αθηνών το
1871. Το Ελληνικό Ωδείο (και το Εθνικό Ωδείο αργότερα)
με τα παραρτήματά τους στις διάφορες πόλεις, βοήθησαν να πλατύνει ο κύκλος των
σπουδαστών μουσικής.
Οι πρώτοι συνθέτες που θεμελιώνουν στις αρχές του 20ου αιώνα
τη νεοελληνική εθνική
σχολή είναι: ο Διονύσιος
Λαυράγκας, ο Γεώργιος και
ο Ναπολέων
Λαμπελέτ, ο Μανόλης
Καλομοίρης, ο Μάριος
Βάρβογλης και ο Αιμίλιος
Ριάδης. Η δράση τους, εκτός από το καθαρά δημιουργικό τους έργο, απλώνεται
και σε άλλους σοβαρούς τομείς, όπως η μουσική εκπαίδευση, η συλλογή, μελέτη και
εναρμόνιση δημοτικών τραγουδιών κ.ά. Ο Μανόλης
Καλομοίρης, που εγκαταστάθηκε το 1910 οριστικά στην Αθήνα, θεωρείται ο
ιδρυτής και ο οργανωτής της ελληνικής εθνικής μουσικής σχολής. Ο Καλομοίρης,
μέσα από την αρθρογραφία του στο περιοδικό Νουμάς υποστήριζε
σθεναρά τις απόψεις του για τον δημοτικισμό και
για μια εθνική σχολή μουσικής στα γερμανικά ρομαντικά πρότυπα
με ενσωματωμένα «ελληνικά» θέματα και μοτίβα(όπως
θεωρούσε π.χ. ο Καλομοίρης το τριημιτόνιο), κατηγορώντας
παράλληλα τους επτανήσιους συνθέτες - κυρίως τον Γεώργιο Λαμπελέτ και τον Σπύρο
Σαμάρα - ως ατάλαντους και την ιταλική μουσική ως «εμπορική». Τις απόψεις του
αυτές τις αναθεώρησε αργότερα, λίγο πριν τον Β'
Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε και είχε αναγνωριστεί από το ευρύ κοινό ως η
σημαντικότερη προσωπικότητα της εθνικής μουσικής σχολής, έχοντας δημιουργήσει
έναν σημαντικό κύκλο Ελλήνων συνθετών, με στόχο την προβολή του έργου της
σχολής στο εξωτερικό. Στους συνθέτες αυτούς συμπεριλαμβάνονταν και οι: Μενέλαος
Παλλάντιος, Δημήτρης
Λεβίδης, Γεώργιος
Σκλάβος, Πέτρος
Πετρίδης, Λώρης
Μαργαρίτης, Γεώργιος
Πονηρίδης, Ανδρέας
Νεζερίτης Αγαμέμνων
Μουρτζόπουλοςκ.ά.
Ξεχωριστή θέση πρέπει να δοθεί στον πιανίστα, συνθέτη και
μαέστρο Δημήτρη
Μητρόπουλο, που, τελικά, καθιερώθηκε σαν διευθυντής ορχήστραςκαι
διηύθυνε κατά καιρούς τις μεγαλύτερες συμφωνικές ορχήστρες του κόσμου,
προωθώντας σημαντικά τα έργα Ελλήνων συνθετών στο εξωτερικό.
Η ελληνική οπερέτα
Στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 1900, παράλληλα με την
εμφάνιση της Εθνικής Μουσικής Σχολής, δημιουργείται και ελληνική οπερέτα.
Το κοινό της Αθήνας είχε ήδη γνωρίσει την γαλλική οπερέτα από το 1871 από
περιοδεύοντα γαλλικό θίασο. Το Σεπτέμβριο του 1908 ο θιασάρχης Αντώνιος Νίκας
αποφασίζει να ανεβάσει μία οπερέτα με Έλληνες εκτελεστές. Στις 12 Σεπτεμβρίου
του 1908, έπειτα από σύντομες αλλά εντατικές πρόβες, ανεβαίνει σε ελληνική
μετάφραση η οπερέτα "Μαμζέλ Νιτούς" (Mam'zelle Nitouche) του Hervé με
πρωταγωνίστρια τη Ροζαλία
Νίκα, και αρχιμουσικό το Θεόφραστο
Σακελλαρίδη και σημειώνει εκπληκτική επιτυχία, παρά τις αρχικές
επιφυλάξεις ορισμένων. Γρήγορα ο ηθοποιός και θιασάρχης Ιωάννης
Παπαϊωάννου (1875-1931) με την χρηματική ενίσχυση του Φώτη Σαμαρτζή,
Πατρινού δερματέμπορου, δημιουργεί τον πρώτο αποκλειστικά οπερετικό θίασο, που
αφού ανεβάζει επιτυχώς πολλές γαλλικές και αυστριακές οπερέτες, στην πορεία
ανεβάζει ελληνικές με πρώτη το "Σία κι αράξαμέ" (1909) του Σακελλαρίδη.
Η συγκεκριμένη είναι η πρώτη ελληνική οπερἐτα, αν και συχνά, λανθασμένα,
θεωρείται ως πρώτη το "Πόλεμος εν πολέμω" του Σαμάρα. Η οπερέτα
κερδίζει αμέσως την αγάπη του κοινού εξ αιτίας του εύθυμου περιεχομένου της, τη
ωραίας μουσικής και της χρήσης δημοτικής γλώσσας. Ακολουθούν σε λίγο ο ένας
μετά τον άλλον οι θίασοι "Αφεντάκη", "Αθηναϊκή Οπερέττα",
"Λαγκαδά", "Νίκα" και άλλοι.
Το δρόμο που άνοιξε ο Σακελλαρίδης ακολουθούν ο Διονύσιος
Λαυράγκας ("Λήδα" 1909), ο Σπυρίδων
Σαμάρας: "Πόλεμος εν πολέμω" (1914), "Πριγκήπισσα της
Σασσώνος" (1915), "Κρητικοπούλα" (1916), ο Νίκος
Χατζηαποστόλου: "Μοντέρνα καμαριέρα" (η πρώτη του οπερέτα, 1916)
και άλλοι συνθέτες όπως οι: Ιωσήφ
Ριτσιάρδης, Μάρκος
Μαστρεκίνης, Ανδρέας
Μαστρεκίνης, Σπυρίδων
Καίσαρης, Αττίκ, Γιάννης
Κομνηνός, Θεόδωρος
Σπάθης, Χρήστος
Χαιρόπουλος, Μίμης
Κατριβάνος, Άγγελος
Μαρτίνος, Γιάννης
Κωσταντινίδης κ.ά. Η οπερέτα άρχισε να παρακμάζει μετά τα μέσα της
δεκαετίας του 1930. Οι Θεόφραστος
Σακελλαρίδης και ο Νίκος
Χατζηαποστόλου είναι οι κυριότεροι εκπρόσωποί της. Το πιο δημοφιλές
έργο του Σακελλαρίδη είναι "Ο Βαφτιστικός" (1918) και του
Χατζηαποστόλου "Οι Απάχηδες των Αθηνών" (1921).
Σημειώνουμε μερικούς από τους θρυλικούς πρωταγωνιστές της
ελληνικής οπερέτας:
Μελπομένη
Κολλυβά, Ροζαλία
Νίκα, Έλσα
Ένγκελ, Αφροδίτη
Λαουτάρη, Άγγελος
Χρυσομάλης,Γιάννης
Στυλιανόπουλος, Ζαζά
Μπριλλάντη, Μάνος
Φιλιππίδης, Γιάννης
Πρινέας,Κυριάκος
Μαυρέας, Ζωζώ
Νταλμάς, Ηρώ
Χαντά, Πέτρος
Κυριακός, Μιχάλης
Κοφινιώτης, Ολυμπία
Καντιώτου-Ριτσιάρδη, Σπύρος
Μηλιάδης, Παρασκευάς
Οικονόμου,Σωτηρία
Ιατρίδου, Νίτσα
Φιλοσόφου, Άγγελος
Μαυρόπουλος, Άννα
Καλουτά, Μαρία
Καλουτά, Ορέστης
Μακρής, Μαρίκα
Κρεβατά, Λέλα
Πατρικίου, Σπύρος
Πατρίκιος, Μαρίκα
Νέζερ, Πέτρος
Επιτροπάκης, Αριστείδης
Πανταζινάκος, Ανθή
Ζαχαράτου
Η σύγχρονη ελληνική μουσική
Με το Νίκο
Σκαλκώτα, ένα άλλο κεφάλαιο της ελληνικής μουσικής ιστορίας άνοιξε. Το έργο
του μεταφέρει στην ελληνική μουσική τις σύγχρονες
μουσικές τάσεις. Αν και το δημοφιλέστερό του έργο στο ελληνικό κοινό είναι
οι 36 Ελληνικοί Χοροί, οι περισσότερες συνθέσεις του ακολουθούν
το δωδεκάφθογγο
σύστημα, αλλά με ένα ιδιότυπο προσωπικό ύφος, το οποίο δημιούργησε ένα
απροσδόκητο ενδιαφέρον σε όλους τους πρωτοποριακούς μουσικούς κύκλους της
Ευρώπης (και αργότερα της Ελλάδας), δυστυχώς μετά τον πρόωρο θάνατό του (1949).
Οι σημαντικότεροι Έλληνες συνθέτες σύγχρονης μουσικής μετά
τον Νίκο
Σκαλκώτα (χρονολογικά) ήταν οι Ιάννης
Ξενάκης (1922-2001) και Γιάννης
Χρήστου (1926-1970), το έργο των οποίων απέκτησε πολλούς φανατικούς
θαυμαστές εντός και εκτός Ελλάδας.
Άλλοι συνθέτες που ακολουθούν στο έργο τους τις σύγχρονες
μουσικές τάσεις: ο Γιάννης
Α. Παπαϊωάννου, ο Γιώργος
Σισιλιάνος, ο Δημήτρης
Δραγατάκης, ο Γιάννης
Κωνσταντινίδης (γνωστός και με το ψευδώνυμο Κώστας Γιαννίδης ως
συνθέτης ελαφράς μουσικής), ο Μιχάλης
Αδάμης, ο Δημήτρης
Τερζάκης, ο Θόδωρος
Αντωνίου, ο Γιώργος
Κουρουπός, ο Κυριάκος
Σφέτσας, ο Χρήστος
Χατζής, ο Χάρης
Ξανθουδάκης, ο Γιώργος
Ζερβός,ο Παναγιώτης
Κόκορας, ο Μάριος
Ιωάννου Ηλία και πολλοί άλλοι, (βλέπε σχετικά και σε αρχεία της Ένωσης
Ελλήνων Μουσουργών)
Μάρκος
Βαμβακάρης
Το 1924
πρωτοδιδάσκεται μπουζούκι στα σφαγεία στη Δραπετσώνα από τον μπάρμπα Νικό τον Αϊβαλιώτη
και εκστασιάζεται. Στη συνέχεια στρατεύεται και απολύεται καθυστερημένα λόγω
των πολλαπλών φυλάκων. Έως το 1930, δουλεύοντας περιστασιακά, μαθαίνει να
παίζει μπουζούκι όλο και καλυτέρα και γνωρίζεται στο λιμάνι με τους Ανέστη
Δελιά, Γιώργο Μπάτη και Στράτο Παγιουμτζή.
Το
μπουζούκι είχε γίνει ένα με το χέρι του. Προσαρμόζει τους σμυρνέικους ρυθμούς
στο μπουζούκι, δημιουργώντας μετά από ένα ειδικό κούρδισμα των χορδών το
πειραιώτικο καραντουζένι. Είναι πρωτοπόρος σε αυτό και είναι ο πρώτος αυτός που
βάζει το μπουζούκι στα σμυρνέικα ρεμπέτικα. Έως το 1932 είχε γράψει περισσότερα
από 30 τραγούδια. Θεωρείται ο πατριάρχης του Ελληνικού
ρεμπέτικου.
Ο ίδιος
λέει: Στον Πειραιά, στα Χιώτικα(Δραπετσώνα), άκουσα πρώτη μου φορά το Νίκο τον Αϊβαλιώτη.
Είχε κάνει και εκείνος φυλακή, έπαιζε το μπουζούκι τόσο μερακλίδικα και μού
βαλε καημό μες στο κεφάλι μου. Τόσο πολύ μου άρεσε που έδωσα όρκο πως αν δεν
μάθω το όργανο, θα μου έκοβα τα χέρια. Λογάριασα τον όρκο ιερό και έμαθα μέσα
σε έξι μήνες! Το μόνο μου σχολειό ήταν ο τεκές και η ταβέρνα. Η μουσική με
έκανε αλλιώς και όλα μου περνούσαν. Αυτό το παλιομπούζουκο ήταν η ζωή μου. Ήταν
ένα με το χέρι μου. Και το έπαιξα αντρίκεια και με αξιοπρέπεια γιατί το
γούσταρα, εγώ για πάρτη μου. Το δούλεψα πολύ για χρόνια, αίμα έσταζαν τα χέρια
μου. Έπρεπε να βγει το ζεϊμπέκικο καραντουζένι. Γινόμουν μονάχος μια ολάκερη
ορχήστρα… Ετούτο είναι το μυστικό στο παίξιμο: το χέρι το αριστερό και το
δεξί το πόδι σαν κρουστό. Σαν παίζεις τις πενιές, χτυπάς το πόδι σου στη γη,
μιλεί η καρδία σου και λέει για τα χρέη της και τα παράπονα της. Και η φωνή
κοφτή και αντρίκια, όχι να σέρνεται. Για αυτό και τα τραγούδια τα δικά μου
πρέπει να τα φυλάνε, πρέπει να παίζονται, όχι να σβήνουν, να ξεχνιούνται. Είναι
παλιά βυζαντινά, οι δρόμοι τους είναι αρχαίοι.
Γιώργος
Μπάτης
Ο
Γιώργος Μπάτης γύρω στο 1925 μένει στην οδό Αίμου στην Αγία Σοφία. Μετατρέπει
το σπίτι του σε χοροδιδασκαλείο, ΚΑΡΜΕΝ γράφει στην εξώπορτα και το παίζει
χοροδιδάσκαλος καθηγητής εκ Παρισίων. Νωρίτερα έκανε τον οδοντίατρο, τον
ενεχυροδανειστή, μουσικών οργάνων και άλλα επαγγέλματα. Μέχρι και αυτοσχέδια
φάρμακα για τον πονόδοντο. Έπαιζε μπαγλαμά, ενώ μπουζούκι έμαθε περί το τέλος
της δεκαετίας. Η μεγαλειώδης αυτή χαρακτηριστική προσωπικότητα της εποχής του,
υπήρξε συνδετικός κρίκος και καθοδηγητής όλων των ανθρώπων του ρεμπέτικου.
Επιθυμία του ήταν όταν πεθάνει να ταφεί μαζί με το μπαγλαμαδάκι του, πράγμα και
το οποίο έγινε.
Σταύρος
Παγιουμτζής
Ο
Σταύρος Παγιουμτζής είχε μεράκι με το τραγούδι. Όπου και αν βρισκόταν
τραγουδούσε αμανέδες. Στα μέσα της δεκαετίας του 20 γνωρίζεται με τον
Βαμβακάρη, τον Δελιά, τον Μπαγαντιέρα και άλλους. Αρχίζουν να παίζουν για
το κέφι τους, αρχικά σε διάφορα στέκια γύρω από το λιμάνι. Το 1934 θα γίνει ο
βασικός τραγουδιστής της Ξακουστής τετράδας του Πειραιώς. Το παρατσούκλι του τεμπέλης
θα είναι περιπαικτικό, γιατί θα γράψει ελάχιστα τραγούδια. Με τη μυθική του
φωνή και τον ιδιαίτερο τρόπο ερμηνείας γνωρίζει αμέσως εκπληκτική επιτυχία.
Η
ΞΑΚΟΥΣΤΗ ΤΕΤΡΑΔΑ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Το 1934
είναι έτος σταθμός για το ρεμπέτικο τραγούδι, γιατί σχηματίζεται η ΞΑΚΟΥΣΤΗ
ΤΕΤΡΑΔΑ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, με τη συμβολή του Σπύρου Περιστέρη. Είναι η πρώτη επίσημη
και νόμιμη, εκτός τεκέδων, επαγγελματική δουλειά με μπουζούκια και μπαγλαμάδες
στην Ελλάδα.
Κάπως
έτσι και μέσα από τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις, τις ταλαιπωρίες, τα
λάθη και τις καλλιτεχνικές ανησυχίες αυτών των ανθρώπων, η ψυχή της προσφυγιάς
βρίσκει έναν σπουδαίο συνδετικό κρίκο και συναντιέται με την ψύχη των γηγενών
Ελλήνων. Αυτός ο κρίκος είναι το ρεμπέτικο τραγούδι.
Αυτή
είναι η γνήσια ελληνική μουσική, όπως θα αναλύσει αργότερα και ο Μάνος
Χατζιδάκις, που θα εξελιχθεί σε συγκολλητικό στοιχείο όλου του Οικουμενικού
Ελληνισμού.
Κάπου
εκεί στη Δραπετσώνα, υπήρχε η Μάντρα του Σαραντόπουλου, που παίζει η σμυρνέικη
κομπανία. Εκεί μαζεύονται αρκετοί πρόσφυγες που είναι νεοφερμένοι, μετά την
καταστροφή της Σμύρνης, για να ακούσουν αμανέδες και ρεμπέτικα τραγούδια της
Μικράς Ασίας. Τα μέλη της σμυρνέικης κομπανίας γνωρίζονται με τους
Πειραιώτες ρεμπέτες. Γούσταραν την μπέσα τους και πείθουν τον Σαραντόπουλο να
τους καλέσει επαγγελματικά για να παίξουν ρεμπέτικα. Ο Σαραντόπουλος τους
συναντάει στο σπίτι του Μπάτη και κανονίζονται τα πάντα. Ο Γιώργος Μπάτης, που
είναι και Νονός της ΤΕΤΡΑΔΑΣ, είναι 49 ετών, ο Μάρκος Βαμβακάρης 29, ο Στράτος
Παγιουμτζής 28 και ο Ανέστος Δελιάς 22.
Εδώ
αρχίζει η πρώτη νόμιμη και επαγγελματική εμφάνιση του Ρεμπέτικου με μπουζούκι
και μπαγλαμά στην Ελλάδα. Στριμωγμένοι ανάμεσα σε πάγκους και κουρελόχαρτα τα
μπουζούκια συνυπάρχουνε με τα βιολιά και τα σαντούρια σε διπλό πρόγραμμα. Η
ρεμπέτικη κομπανία από δυο μπουζούκια, ένα τζουρά και ένα μπαγλάμα. Το σχήμα
κρατάει 6 μήνες και η απήχηση είναι τρομερή. Ο Δελιάς, όμως, δημιουργεί
προβλήματα στην τετράδα και τον αντικαθιστά ο Στ. Κερομύτης.
Τον
Απρίλιο του 1936, μέσα σε πολύ ταραγμένα χρόνια, διορίζεται πρωθυπουργός ο
Ιωάννης Μεταξάς.
Ο
Μάρκος Βαμβακάρης και η ΞΑΚΟΥΣΤΗ ΤΕΤΡΑΔΑ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ εγκαθίστανται στο
ιδιόκτητο μαγαζί του Μάρκου στην νέα γειτονιά του, την Παλιά Κοκκινιά. Από τα
εγκαίνια, τον Ιούνιο του 1936, υπάρχει η διάσημη φωτογραφία της ΤΕΤΡΑΔΑΣ. Ο
Δελιάς είναι και πάλι μαζί τους. Το μαγαζί δουλεύει μόνο 8 μήνες, διότι δεν
ανανέωσε την άδεια η αστυνομία. Στο πάλκο ανεβαίνει για πρώτη φορά γυναίκα, η
Σοφία Καρίβαλη.
Πηγή
ΣΙΔΕΡΗΣ,
Ν. (2019). Η ιστορία του ρεμπέτικου τραγουδιού. Αθήνα: Επτάλοφος.
ΜΑΝΩΛΗΣ
ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ
Ο
Μανώλης Αγγελόπουλος ήταν Έλληνας τραγουδιστής με σημαντική καριέρα στο λαϊκό
τραγούδι κυρίως κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970.
Γεννήθηκε
στις 8 Απριλίου 1939
στον Άγιο Αθανάσιο Δράμας. Από παιδί γύρισε όλη την Ελλάδα μέσα σε ένα
τροχόσπιτο. Ο γονείς του ήταν πλανόδιοι έμποροι πάντων ειδών. Χαλιά, καρπούζια,
ζαρζαβατικά. Ο μικρός Μανώλης τραγούδαγε στο μεγάφωνο του αυτοκινήτου πουλώντας
την πραμάτεια. Το ταλέντο του δεν άργησε να ανακαλυφτεί. Ακολούθησε η πρώτη
ηχογράφηση το 1957.
Συνεργάστηκε
με πολλούς σημαντικούς δημιουργούς του λαϊκού τραγουδιού, όπως ο Μανώλης
Χιώτης, ο Βασίλης
Τσιτσάνης, ο Γιώργος
Μητσάκης και άλλους και κυκλοφόρησε πολλούς δίσκους που σημείωσαν μεγάλη
επιτυχία.
Ο
Μανώλης Αγγελόπουλος πέθανε στο Λονδίνο
στις 2
Απριλίου του 1989.
МАНОЛИС
АНГЕЛОПУЛОС
Манолис
Ангелопулос – греческий певец, который прославился в 1960 -70 годы, исполняя
народные песни.
Родился
8 апреля 1939 года в поселке Агиос Афанасиос округа Драма. Будучи ребенком, на
трейлере объездил всю Грецию. Его родители были скитающимися торговцами,
продавая все, что можно было продать: ковры, арбузы, овощи... Маленький Манолис
занимался торговлей, напевая в машинный мегафон. Его талант не остался незамеченным.
Первая его запись был сделана в 1957 году.
Он
работал со многими известными артистами народного исполнения, такими как
Манолис Хиотис, Василис Цицанис, Йоргос Мицакис и другие. Выпустил несколько
альбомов, которые имели большой успех.
Манолис
Ангелопулос умер в Лондоне 2 апреля 1989 года.
ΝΙΚΟΣ
ΓΚΑΤΣΟΣ
Νίκος
Γκάτσος του Γεωργίου (8
Δεκεμβρίου 1911
- 12
Μαΐου 1992)
ήταν σημαντικός Έλληνας
ποιητής,
συγγραφέας - μεταφραστής και στιχουργός.
Γεννήθηκε
στην Ασέα
της Αρκαδίας.
Τις γυμνασιακές του σπουδές έκανε στην Τρίπολη,
όπου γνώρισε τα λογοτεχνικά βιβλία, αλλά και τις μεθόδους αυτοδιδασκαλίας ξένων
γλωσσών. Στη συνέχεια μετέβη στην Αθήνα
όπου φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ήξερε ήδη αρκετά
καλά αγγλικά και γαλλικά και είχε μελετήσει τον Παλαμά,
τον Σολωμό,
το δημοτικό τραγούδι, όπως και τις νεωτεριστικές τάσεις στην ποίηση της
Ευρώπης.
Στην
Αθήνα, όπου εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του, άρχισε να έρχεται σε επαφή με
τους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής. Πρωτοδημοσίευσε ποιήματά του, μικρά σε
έκταση και με κλασικό ύφος, στα περιοδικά Νέα Εστία το 1931
και Ρυθμός το 1933.
Την ίδια περίοδο έγραψε κριτικά σημειώματα στα περιοδικά Μακεδονικές Ημέρες,
Ρυθμός και Τα Νέα Γράμματα (για τον ποιητή Κωστή Μπαστιά, την
ποιήτρια Μυρτιώτισσα και τον Θράσο Καστανάκη αντίστοιχα). Συνδέθηκε με το ρεύμα
του ελληνικού υπερρεαλισμού.
Μοναδικό
του βιβλίο υπήρξε η ποιητική συλλογή Αμοργός του 1943,
που επηρέασε βαθιά την ελληνική ποίηση. Παρ' όλα αυτά, το έργο του αυτό
θεωρείται κορυφαίο ποιητικό έργο του ελληνικού υπερρεαλισμού. [1]
Από τότε δημοσίευσε τρία ακόμη ποιήματα: το Ελεγείο (1946, Φιλολογικά
Χρονικά), το Ο Ιππότης και ο Θάνατος (1947, Μικρό Τετράδιο)
και το Τραγούδι του παλιού καιρού (1936, Ο Ταχυδρόμος),
αφιερωμένο στον Σεφέρη.
Έγραψε επίσης μελέτες και σχόλια πάνω στην ποίηση.
Ο
Γκάτσος ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη μετάφραση έργων, κυρίως για λογαριασμό του Εθνικού
Θεάτρου, του Θεάτρου
Τέχνης και του Λαϊκού
Θεάτρου. Το 1944 μετέφρασε στα Φιλολογικά Χρονικά το ποίημα Νυχτερινό
Τραγούδι του Λόρκα.
Μετέφρασε επίσης τα εξής έργα: Ματωμένος Γάμος (1948), Το σπίτι
της Μπερνάντα Άλμπα (1945), Ο πατέρας του Στρίνμπεργκ (1962). Όλα
τα έργα αυτά ανέβηκαν από το Εθνικό Θέατρο και το Θέατρο Τέχνης. Συνεργάστηκε
επίσης με τα περιοδικά Νέα Εστία, Τράμ, Μακεδονικές
Ημέρες, Μικρό Τετράδιο, Τα Νέα Γράμματα, Φιλολογικά
Χρονικά, Ρυθμός και Καλλιτεχνικά Νέα. Επίσης, σε
συνεργασία με την ελληνική ραδιοφωνία, σκηνοθέτησε διάφορα θεατρικά έργα.
Η
υπόλοιπη συνεισφορά του ήρθε με τη μορφή στίχων για τραγούδια γνωστών συνθετών,
όπως ο Μάνος
Χατζιδάκις, ο Σταύρoς
Ξαρχάκoς και άλλοι. Μεταξύ των δημιουργιών του περιλαμβάνονται τα εξής: Αθανασία,
Της γής το χρυσάφι, Ρεμπέτικο, Αρχιπέλαγος, Πήρες
το μεγάλο δρόμο, Λαϊκή Αγορά, Μια γλώσσα μια πατρίδα, Η
νύχτα, America America κ.ά.
Ιδιαίτερη
σχέση είχε ο ποιητής με τον Χατζιδάκι. Ήταν για μεγάλο διάστημα και μέχρι το
θανατό του επίλεκτο μέλος της ομάδας Xατζιδάκι, Eλύτη,
Tσαρούχη,
Mποσταντζόγλου και Αργυράκη.
Ο Νίκος
Γκάτσος ήταν μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων καθώς και της
Ένωσης Συνθετών Στιχουργών Ελλάδος.
НИКОС
ГАЦОС
Никос
Гацос (8 декабря 1911 – 12 мая 1992 гг.) был известным греческим поэтом,
писателем-переводчиком и автором текстов к популярным песням.
Родился
в деревне Асеа района Аркадия. Окончил гимназию в Триполи, где познакомился с
литературой и методами самообучения иностранным языкам. Затем переехал в Афины,
где учился на философском факультете Афинского университета. К этому времени он
уже достаточно хорошо знал английский и французский языки и изучил Паламаса,
Соломоса, народные песни и новейшие тенденции в европейское поэзии.
Переехав
с семьей в Афины, он начал знакомиться с литературной средой того времени.
Впервые издал свои произведения, небольшие по размеру и в классическом стиле, в
журналах «Неа Эстиа» (= «Новый Очаг», 1931) и «Рифмос» (=«Ритм», 1933). В те же
годы написал критические заметки в журналах «Македоникес Имерес» (=«Македонские
дни»), «Ритм» и «Та Неа Граммата» (=«Новые Письма»), для Костиса Бастиаса,
поэтессы Миртиотиссы и Фрасоса Кастанакиса. Стал одним из участников
художественного течения греческого сюрреализма.
Единственной
его книгой был поэтический сборник «Аморгос» 1943 г., оказавший значительное
влияние на всю греческую поэзию. Эта работа считается вершиной поэзии
греческого сюрреализма. С того времени опубликовал еще 3 произведения: «Элегию»
(1946, журнал «Литературные Хроники»), «Рыцарь и Смерть» (1947, журнал
«Маленькая тетрадь») и «Песнь былых времен» (1936, журнал «Почтальон»),
посвященную Сеферису. Написал также примечания и комментарии к своим
стихотворным сочинениям.
Особым
увлечением стали переводы, главным образом для Национального, Художественного и
Народного Театров. В 1944 г. он перевел для журнала «Филологика Хроника»
(=«Литературные Хроники») поэму «Ночная песня» Федерико Гарсиа Лорки. Среди его
переводов такие произведения, как «Кровавая свадьба», «Дом Бернарды Альбы»,
«Отец» Юхана Августа Стриндберга. Все эти произведения игрались на сцене
Национального и Художественного театров. Также он сотрудничал с журналами
«Новый очаг», «Трамвай», «Македонские дни», «Маленькая тетрадь», «Новые
письма», «Литературные Хроники», «Ритм» и «Новости искусства». Различные
театральные постановки были им организованы в сотрудничестве с греческим радио.
Говоря
о творчестве Гацоса, нельзя не упомянуть его стихи на мелодии известных
композиторов, таких как Манос Хатзидакис, Ставрос Ксархакос и другие. Среди его
произведений: «Бессмертие», «Золото Земли», «Ребетико», «Пошел по длинному
пути», «Народный Рынок», «Один язык, одна Родина», «Ночь», «Америка, Америка» и
т. д.
Особые
отношения у него сложились с поэтом Хатзидакисом, которые продолжались до самой
его смерти. В течение длительного периода Гацос входил в компанию Хатзидакиса,
Элитиса, Царухиса, Бостадзоглуса и Аргиракиса.
Никос
Гацос был членом Союза греческих театральных писателей, а также Союза
композиторов Греции.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
ΕΛΥΤΗΣ
Ο
Οδυσσέας Ελύτης (2
Νοεμβρίου 1911
- 18
Μαρτίου 1996),
φιλολογικό ψευδώνυμο του Οδυσσέα Αλεπουδέλλη του Παναγιώτη, ήταν ένας από τους
σημαντικότερους Έλληνες ποιητές,
μέλος της λογοτεχνικής γενιάς του '30. Διακρίθηκε το 1960
με το Κρατικό
Βραβείο Ποίησης και το 1979
με το βραβείο
Νόμπελ Λογοτεχνίας, γνωστός για τα ποιητικά του έργα Άξιον
Εστί, Ήλιος ο πρώτος, Προσανατολισμοί κ.α. Διαμόρφωσε ένα προσωπικό
ποιητικό ιδίωμα και θεωρείται ένας από τους ανανεωτές της ελληνικής ποίησης.
Πολλά ποιήματά του μελοποιήθηκαν ενώ συλλογές του έχουν μεταφραστεί μέχρι
σήμερα σε πολλές ξένες γλώσσες. Το έργο του περιλάμβανε ακόμα μεταφράσεις
ποιητικών και θεατρικών έργων. Υπήρξε μέλος της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών εργων
Τέχνης και της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Κριτικής, Αντιπρόσωπος στις Rencontres
Internationales της Γενεύης και Incontro Romano della Cultura της Ρώμης.
Ο ίδιος
ο Ελύτης χαρακτήριζε τη δική του θέση στη γενιά αυτή ως παράξενη σημειώνοντας
χαρακτηριστικά: "από το ένα μέρος ήμουνα ο στερνός μιας γενιάς, που
έσκυβε στις πηγές μιας ελληνικότητας, κι απ' την άλλη ήμουν ο πρώτος μιας άλλης
που δέχονταν τις επαναστατικές θεωρίες ενός μοντέρνου κινήματος". Το
έργο του έχει επανειλημμένα συνδεθεί με το κίνημα του υπερρεαλισμού,
αν και ο Ελύτης διαφοροποιήθηκε νωρίς από τον "ορθόδοξο" υπερρεαλισμό
που ακολούθησαν σύγχρονοί του ποιητές όπως ο Ανδρέας
Εμπειρίκος, ο Νίκος
Εγγονόπουλος ή ο Νικόλαος
Κάλας. Επηρεάστηκε από τον υπερρεαλισμό και δανείστηκε στοιχεία του, τα
οποία ωστόσο αναμόρφωσε σύμφωνα με το προσωπικό του ποιητικό όραμα, άρρηκτα
συνδεδεμένο με το λυρικό στοιχείο και την ελληνική λαϊκή παράδοση. Οι επιρροές
από τον υπερρεαλισμό διακρίνονται ευκολότερα στις δύο πρώτες ποιητικές συλλογές
του Προσανατολισμοί (1940) και Ήλιος ο πρώτος (1943).
Μία από
τις κορυφαίες δημιουργίες του υπήρξε το ποίημα Το Άξιον Εστί (1959),
έργο με το οποίο ο Ελύτης διεκδίκησε θέση στην εθνική λογοτεχνία, προσφέροντας
ταυτόχρονα μία «συλλογική μυθολογία» και ένα «εθνικό έργο» . Η λογοτεχνική
κριτική υπογράμμισε την αισθητική αξία του καθώς και την τεχνική του αρτιότητα.
Η γλώσσα του επαινέθηκε για την κλασσική ακρίβεια της φράσης, ενώ η αυστηρή
δόμησή του χαρακτηρίστηκε ως άθλος που «δεν αφήνει να διαφανεί πουθενά ο
παραμικρός βιασμός της αυθόρμητης έκφρασης» . Τον «εθνικό» χαρακτήρα του Άξιον
Εστί υπογράμμισαν μεταξύ άλλων ο Δ.Ν.
Μαρωνίτης και ο Γ.Π.
Σαββίδης, ο οποίος σε μία από τις πρώτες κριτικές του ποιήματος διαπίστωσε
πως ο Ελύτης δικαιούταν το επίθετο «εθνικός», συγκρίνοντας το έργο του με αυτό
του Σολωμού,
του Παλαμά
και του Σικελιανού.
Η
μεταγενέστερη πορεία του Ελύτη υπήρξε πιο ενδοστρεφής, επιστρέφοντας στον
αισθησιασμό της πρώιμης περιόδου του και σε αυτό που ο ίδιος ο Ελύτης
αποκαλούσε ως έκφραση μιας «μεταφυσικής του φωτός»: «Έτσι το φως, που είναι
η αρχή και το τέλος κάθε αποκαλυπτικού φαινομένου, δηλώνεται με την επίτευξη
μιας ολοένα πιο μεγάλης ορατότητας, μιας τελικής διαφάνειας μέσα στο ποίημα που
επιτρέπει να βλέπεις ταυτοχρόνως μέσα απ' την ύλη και μέσα από την ψυχή»[10]
Ιδιόμορφο, αλλά και ένα από τα σημαντικότερα έργα του Ελύτη, μπορεί να
χαρακτηριστεί το σκηνικό ποίημα Μαρία Νεφέλη (1978), στο οποίο
χρησιμοποιεί - για πρώτη φορά στην ποίησή του - την τεχνική του κολάζ.
Πέρα
από το ποιητικό του έργο, ο Ελύτης άφησε σημαντικά δοκίμια, συγκεντρωμένα στους
τόμους Ανοιχτά Χαρτιά (1974) και Εν Λευκώ (1992), καθώς και
αξιόλογες μεταφράσεις Ευρωπαίων ποιητών και θεατρικών συγγραφέων.
Ποιητικές συλλογές
- «Προσανατολισμοί» (1940)
- «Ηλιος ο πρώτος, παραλλαγές πάνω σε μιαν αχτίδα» (1943)
- «Το Άξιον Εστί» (1959)
- Άσμα ηρωικό και πένθιμο για το χαμένο ανθυπολοχαγό της
Αλβανίας (1962)
- Θάνατος και ανάστασις του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου (1971)
- Ο Ήλιος ο ηλιάτορας (1971)
- Το φωτόδεντρο και Η δέκατη τέταρτη ομορφιά (1971)
- «Μαρία Νεφέλη» (1978)
Μελοποιημένα έργα / ποιήματα του Ελύτη
Σημαντικός
αριθμός ποιημάτων του Οδυσσέα Ελύτη έχει μελοποιηθεί και τραγουδηθεί από
πολλούς καλλιτέχνες. Μερικά έργα αναφέρονται παρακάτω:
- «Άξιον Εστί», Μίκης
Θεοδωράκης
- Μικρές Κυκλάδες
- Τα Ρω του Έρωτα
- Η πεντάμορφη στον κήπο, Γιώργος Κουρουπός
- Με την πρώτη σταγόνα της βροχής, Μάνος
Χατζιδάκις
- Ο Ήλιος ο ηλιάτορας, Δημήτρης
Λάγιος
- «Προσανατολισμοί», Ηλίας Ανδριόπουλος
ОДИССЕАС
ЭЛИТИС
Одиссеас
Элитис (2 ноября 1911 г. – 18 мая 1996 г.) – литературный псевдоним Одиссеаса
Алепуделлиса (отец – Панайотис Алепуделлис), одного из величайших греческих
писателей поколения 1930-х гг. В 1960 г. он был награжден Государственной
премией в области поэзии, а в 1979 г. стал лауреатом Нобелевской премии по
литературе. Известен, прежде всего, благодаря таким поэтическим произведениям
как «Достойно есть», «Солнце первых», «Ориентиры» и т.д. Он создал собственный
поэтический язык и считается одним из главных новаторов в греческой поэзии.
Многие из его стихотворений были положены на музыку, а его поэтические сборники
до сих пор переводятся на многие языки мира. Литературное наследие Элитиса
помимо собственных стихов включает также переводы поэтических произведений и
драматургии. Элитис являлся членом Международной ассоциации художественных
критиков Европейской ассоциации критиков, греческим представителем на
международных встречах Rencontres Internationales в Женеве и Incontro
Romano della Cultura в Риме.
Говоря
о своем месте среди поколения «тридцатников», сам Элитис писал следующее: «с
одной стороны, я был последним из поколения, кто черпал вдохновение из основ
эллинизма, а с, другой стороны, первым, кто принял революционные теории и
веяния модерна». Его произведения неоднократно причислялись к движению
сюрреализма, хотя Элитис пытался дистанцироваться от «ортодоксального»
сюрреализма, к которому тяготели современные ему поэты, такие как Андреас
Эмбирикос, Никос Энгонопулос и Николасос Калас. Испытав влияние сюрреализма и
заимствовав ряд поэтических элементов, Элитис привнес в них свое поэтическое
видение, которое было неразрывно связано с лирическим началом и греческой
народной традицией. Влияние сюрреализма легче всего прослеживается в его первых
двух поэтических сборниках – «Ориентирах» и «Солнце первых».
Одним
из главных произведений Элитиса стало стихотворение «Достойно есть» (1959),
благодаря которому он закрепил за собой особое место в национальной греческой
литературе, одновременно предложив Греции свой «коллективный миф» и
«национальный проект». Эта поэма поразила литературную критику своей
эстетической ценностью и превосходством стиля. Его язык заслуживает всяческой
похвалы за точность выражения, четкая структура которого равнозначна подвигу,
«не позволяющему ни малейшего даже насилия над непринужденной
выразительностью». «Национальный» характер поэмы «Достойно есть» подчеркивали,
в частности, Д.Н. Маронитис и Г.П. Саввидис, который одним из первых критиков
применил к Элитису термин «национальный», поставив его произведение в один ряд
с творениями Соломоса, Паламаса и Сикелианоса.
Дальнейший
творческий путь Элитиса был более интроспективным и ознаменовался возвращением
к чувственности его ранних работ и тому, что сам Элитис назвал «метафизикой
света»: «Таким образом свет, являющимся альфой и омегой любого
апокалиптического явления, выражается с все большей достигаемой видимостью, с
помощью конечной прозрачности в самом стихотворении, позволяющей видеть
одновременно как через материю, так и через душу». Непохожим на другие, и
вместе с тем одним из важнейших произведений Элитиса, считается сценическая
поэма «Мария Нефели» (1978), в которой он – впервые в своей поэзии – использует
технику коллажа.
Помимо поэтических произведений, Элитис оставил после себя
множество очерков, собранных в сборники «Открытые карты» (1974) и «Карт-бланш»
(1992), а также замечательные переводы европейских поэтов и драматургов.
Поэтические
сборники
- Ориентиры (1940)
- Солнце первых (1943)
- Достойно есть (1959)
- Героическая и элегическая песнь по погибшему в албанской
кампании младшему лейтенанту (1962)
- Смерть и воскресение Константина Палеолога (1971)
- Царь-Солнце (1971)
- Дерево света и четырнадцатая красота (1971)
- Мария Нефели (1978)
Стихи,
положенные на музыку, и поэмы Элитиса
Многие
стихи Одиссеаса Элитиса были положены на музыку и стали частью репертуара
различных греческих исполнителей. Вот лишь некоторые из этих стихотворений:
- «Достойно есть», Микис Теодоракис
- Малые Киклады, Микис Теодоракис
- Ро Эрота, Линос Коккотос
- Красавица в саду, Йоргос Курупос
- Царь-солнце, Димитрис Лагиос
- Ориентиры, Илиас Адрианопулос
ΜΙΚΗΣ
ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ
Ο Μίκης
Θεοδωράκης, Κρητικός
στην καταγωγή, γεννήθηκε στις 29
Ιουλίου 1925
στη Χίο.
Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε σε διάφορες πόλεις της ελληνικής επαρχίας όπως
στη Μυτιλήνη,
Γιάννενα,
Κεφαλλονιά,
Πύργο,
Πάτρα
και κυρίως στην Τρίπολη.
Από
τότε φάνηκε καθαρά, ότι η ζωή του θα μοιραζόταν ανάμεσα στη μουσική
και σε αγώνες για ανθρωπιστικές αξίες. Στην Τρίπολη, μόλις 17 ετών, δίνει την
πρώτη του συναυλία παρουσιάζοντας το έργο του Κασσιανή και παίρνει
μέρος στην αντίσταση κατά των κατακτητών. Στη μεγάλη διαδήλωση της 25ης
Μαρτίου 1943
συλλαμβάνεται για πρώτη φορά από τους Ιταλούς
και βασανίζεται. Διαφεύγει στην Αθήνα,
όπου οργανώνεται στο ΕΑΜ
και αγωνίζεται κατά των Γερμανών
κατακτητών. Συγχρόνως σπουδάζει στο Ωδείο
Αθηνών με καθηγητή τον Φιλοκτήτη
Οικονομίδη. Μετά την απελευθέρωση ξεσπά ο Εμφύλιος.
Ο Θεοδωράκης λόγω των προοδευτικών του ιδεών καταδιώκεται από τις αστυνομικές
αρχές. Για ένα διάστημα ζει παράνομος στην Αθήνα χωρίς να σταματήσει την
επαναστατική του δράση. Τελικά συλλαμβάνεται και στέλνεται εξορία στην αρχή
στην Ικαρία
και στη συνέχεια στο επονομαζόμενο στρατόπεδο θανάτου, τη Μακρόνησο.
Τελικά αποφοιτά από το Ωδείο το 1950
με δίπλωμα στην αρμονία,
αντίστιξη
και φούγκα.
Το 1954
πηγαίνει με υποτροφία στο Παρίσι,
όπου εγγράφεται στο Conservatoire και σπουδάζει για σύντομο χρονικό
διάστημα [1]
μουσική ανάλυση με τον Olivier
Messiaen καθώς επίσης και διεύθυνση ορχήστρας με τον Eugène
Bigot. Η περίοδος 1954-1960
είναι μια εποχή έντονης δραστηριότητας για τον Θεοδωράκη στο χώρο της
Ευρωπαϊκής μουσικής. Συνθέτει μουσική για το μπαλέτο
της Ludmila Tcherina, το Κόβεντ
Γκάρντεν, το Μπαλέτο της Στουτγκάρδης και επίσης για τον κινηματογράφο.
Το 1957
του απονέμεται το πρώτο βραβείο του Φεστιβάλ της Μόσχας
από τον Σοστακόβιτς
για το έργο του Suite No 1 για πιάνο και ορχήστρα.
Συγχρόνως συνθέτει πολλά έργα συμφωνικής μουσικής και μουσικής δωματίου.
Το 1960
επιστρέφει στην Ελλάδα.
΄Έχει ήδη μελοποιήσει τον Επιτάφιο του Γιάννη
Ρίτσου, που σηματοδοτεί την στροφή του προς το λαϊκό τραγούδι. Συνθέτει
δεκάδες κύκλους τραγουδιών που βρίσκουν βαθύτατη απήχηση μέσα στον ελληνικό
λαό. Ιδρύει την Μικρή
Συμφωνική Ορχήστρα Αθηνών και δίνει πολλές συναυλίες σ' όλη την Ελλάδα
προσπαθώντας να εξοικειώσει τον κόσμο με τα αριστουργήματα της συμφωνικής
μουσικής. Το 1964
αποκτά διεθνή αναγνώριση με τη σύνθεση της μουσικής για την ταινία του Μιχάλη
Κακογιάννη, Αλέξης
Ζορμπάς (Zorba the Greek).
Το 1963
μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη
Λαμπράκη ιδρύεται η «Νεολαία
Λαμπράκη», της οποίας εκλέγεται Πρόεδρος. Την ίδια εποχή εκλέγεται
βουλευτής της ΕΔΑ.
Την 21η
Απριλίου του 1967
περνά στην παρανομία και απευθύνει την πρώτη έκκληση για αντίσταση κατά της
Δικτατορίας στις 23
Απριλίου. Τον Μάιο του 1967
ιδρύει μαζί με άλλους την πρώτη αντιστασιακή οργάνωση κατά της Δικτατορίας, το ΠΑΜ
και εκλέγεται πρόεδρός του.
Συλλαμβάνεται
τον Αύγουστο του 1967.
Ακολουθεί η φυλάκισή του στην οδό Μπουμπουλίνας,
η απομόνωση, οι φυλακές Αβέρωφ, η μεγάλη απεργία πείνας, το νοσοκομείο, η
αποφυλάκιση και ο κατ' οίκον περιορισμός, η εκτόπιση με την οικογένειά του στη Ζάτουνα
Αρκαδίας, και τέλος το στρατόπεδο Ωρωπού. Όλο αυτό το διάστημα συνθέτει
συνεχώς. Πολλά από τα καινούργια έργα του κατορθώνει με διάφορους τρόπους να τα
στέλνει στο εξωτερικό, όπου τραγουδιούνται από τη Μαρία
Φαραντούρη και τη Μελίνα
Μερκούρη.
Στον
Ωρωπό η κατάσταση της υγείας του επιδεινώνεται επικίνδυνα. Στο εξωτερικό
ξεσηκώνεται θύελλα διαμαρτυριών. Προσωπικότητες, όπως οι Ντμίτρι
Σοστακόβιτς, Άρθουρ
Μίλερ, Λώρενς
Ολίβιε, Υβ
Μοντάν και άλλοι, δημιουργούν επιτροπές για την απελευθέρωσή του. Τελικά
υπό την πίεση αυτή αποφυλακίζεται και βρίσκεται στο Παρίσι τον Απρίλιο του 1970.
Στο
εξωτερικό αφιερώνει όλο το χρόνο του σε περιοδείες σε όλο τον κόσμο με
συναυλίες, συναντήσεις με αρχηγούς κρατών και προσωπικότητες, συνεντεύξεις,
δηλώσεις για την πτώση της δικτατορίας και την επαναφορά της Δημοκρατίας στην
Ελλάδα. Οι συναυλίες του γίνονται βήμα διαμαρτυρίας και διεκδίκησης και για
τους άλλους λαούς που αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα: Ισπανούς,
Πορτογάλους, Ιρανούς, Κούρδους, Τούρκους, Χιλιανούς, Παλαιστίνιους.
Το 1972
επισκέπτεται το Ισραήλ
δίνοντας συναυλίες. Συναντάται με τον τότε αντιπρόεδρο της ισραηλινής
κυβέρνησης Αλόν,
που του ζητά να μεταφέρει μήνυμα στον Γιάσερ
Αραφάτ. Πραγματικά αμέσως μετά συναντάται με τον Αραφάτ, στον οποίο
επιδίδει το μήνυμα της ισραηλινής κυβέρνησης και προσπαθεί να τον πείσει να
αρχίσει συζητήσεις με την άλλη πλευρά. Από τότε συνέβη πολλές φορές να παίξει
τον ρόλο του άτυπου πρεσβευτή μεταξύ των δύο πλευρών.
Είναι
χαρακτηριστικό, ότι το 1994
γιορτάσθηκε πανηγυρικά στο Όσλο
η υπογραφή της συμφωνίας μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων παρουσία των Πέρες
και Αραφάτ
με την παρουσίαση του Μαουτχάουζεν
-που στο μεταξύ έχει γίνει εθνικό τραγούδι του Ισραήλ-
και του Ύμνου για την Παλαιστίνη που έγραψε ο Θεοδωράκης, ως
αναγνώριση και της δικής του συμβολής στην υπόθεση της ειρήνης στην περιοχή
αυτή. Επισκέπτεται επίσης την Αλγερία,
Αίγυπτο,
Τύνιδα,
Λίβανο
και Συρία
προσπαθώντας να ενισχύσει τον διάλογο μεταξύ αντιμαχομένων πλευρών.
Το 1974
με την πτώση της Δικτατορίας γυρίζει στην Ελλάδα.
Συνθέτει πάντα μουσική. Δίνει πολλές συναυλίες τόσο στο εσωτερικό όσο και στο
εξωτερικό. Παράλληλα συμμετέχει στα κοινά είτε ως απλός πολίτης, είτε ως
βουλευτής (τις περιόδους 1981-86 και 1989-92) είτε ως υπουργός Επικρατείας
(1990-92), θέσεις από τις οποίες τελικά παραιτείται.
Το 1976
ιδρύει το Κίνημα «Πολιτισμός της Ειρήνης» και δίνει διαλέξεις και συναυλίες σ'
όλη την Ελλάδα. Το 1983
του απονέμεται το Βραβείο
Λένιν για την Ειρήνη.
Το 1986
γίνεται πραγματικότητα κάτι που από το 1970 ακόμα έχει υποστηρίξει σε
συνεντεύξεις του: η δημιουργία επιτροπών ελληνοτουρκικής φιλίας στην Ελλάδα με
πρόεδρο τον ίδιο και στην Τουρκία
με τη συμμετοχή γνωστών πνευματικών ανθρώπων όπως ο Αζίζ
Νεσίν, ο Γιασάρ
Κεμάλ και ο Ζυλφύ
Λιβανελί. Ο Θεοδωράκης δίνει πολλές συναυλίες στην Τουρκία,
που τις παρακολουθούν κυρίως νέοι με συνθήματα υπέρ της φιλίας μεταξύ των δύο
λαών. Αργότερα παίζει και πάλι το ρόλο του άτυπου πρεσβευτή ειρήνης,
μεταφέροντας μηνύματα των Ελλήνων πρωθυπουργών, του Ανδρέα
Παπανδρέου και του Κωνσταντίνου
Μητσοτάκη προς την τουρκική κυβέρνηση.
Επίσης
το 1986
(μετά την καταστροφή
στο Τσερνομπίλ) πραγματοποιεί μεγάλη περιοδεία με συναυλίες σ' όλη την
Ευρώπη κατά της ατομικής ενέργειας.
Ο
Θεοδωράκης στην Ανατολική
Γερμανία το 1989
Το 1988
διοργανώνονται με δική του πρωτοβουλία δύο συνέδρια για την ειρήνη στο Τύμπιγκεν
και την Κολωνία.
Συμμετέχουν πολιτικοί όπως ο Όσκαρ
Λαφοντέν και ο Γιοχάνες
Ράου, φιλόσοφοι
όπως ο Φρίντιχ
Ντίρενματ, συγγραφείς, πολιτειολόγοι και καλλιτέχνες. Εκεί έχει την
ευκαιρία να αναπτύξει τη θεωρία του για τον ελεύθερο χρόνο και τη σημασία του
στη διαμόρφωση ελεύθερων ανθρώπων.
Το 1990
δίνει 36 συναυλίες σ' όλη την Ευρώπη υπό την αιγίδα της Διεθνούς
Αμνηστείας. Συνεχίζει δίνοντας συναυλίες για την ηλιακή
ενέργεια (υπό την αιγίδα της Εurosolar),
κατά του αναλφαβητισμού, κατά των ναρκωτικών κ.λπ.
Παράλληλα
αγωνίζεται και για τα ανθρώπινα δικαιώματα σε άλλες χώρες και κυρίως στις
γειτονικές Αλβανία
(που την επισκέπτεται και ως Υπουργός για τα δικαιώματα της ελληνικής
μειονότητας) και Τουρκία.
Ως πρόεδρος Διεθνούς Επιτροπής στο Παρίσι καταβάλλει προσπάθειες για την
απελευθέρωση των Τούρκων ηγετών της αντιπολίτευσης Κουτλού και Σαργκίν, κάτι
που τελικά πετυχαίνεται.
Προτείνει
τη διοργάνωση Πανευρωπαϊκού Συνεδρίου Ειρήνης στους Δελφούς
και υποβάλλει στην κυβέρνηση σχέδιο για μια «Ολυμπιάδα του Πνεύματος». Ιδρύει
επιτροπή συμπαράστασης και βοήθειας προς τον κουρδικό λαό.
Το 1993
αναλαμβάνει Γενικός Διευθυντής Μουσικών Συνόλων της ΕΡΤ,
όμως παραιτείται τον επόμενο χρόνο.
Σε
περιοδεία του στην Αμερική και τον Καναδά
το 1994
για την ενίσχυση Πολιτιστικού Κέντρου των ομογενών Ελλήνων, η Εθνοσυνέλευση του
Κεμπέκ
τον υποδέχεται με ομόφωνο ψήφισμά της, με το οποίο τον τιμά για την προσφορά
του στον πολιτισμό και τους αγώνες του για τον Άνθρωπο.
Τα
επόμενα χρόνια παρουσιάζονται οι όπερές του Ηλέκτρα (1995)
και Αντιγόνη (1999),
ενώ παράλληλα αναπτύσσει μεγάλη δραστηριότητα στο εξωτερικό (Ευρώπη,
Νότια
Αφρική, Αμερική)
και παίρνει δυναμικά θέση σε όλα τα σημαντικά γεγονότα της εποχής
(ελληνοτουρκική φιλία, σεισμοί, βομβαρδισμοί στην Γιουγκοσλαβία,
υπόθεση
Οτσαλάν, πόλεμος στο Αφγανιστάν,
πόλεμος στο Ιράκ
κ.λπ.).
Το 2000
είναι υποψήφιος για το Βραβείο
Νόμπελ Ειρήνης. Το 2002
παρουσιάζεται η όπερά του Λυσιστράτη, ένας αληθινός ύμνος στην Ειρήνη.
Μουσικό έργο
Ο Μίκης
Θεοδωράκης έγραψε όλα τα είδη της μουσικής: όπερες, συμφωνική μουσική, μουσική
δωματίου, ορατόρια, μπαλλέτα, χορωδιακή εκκλησιαστική μουσική, μουσική για
αρχαίο δράμα, για θέατρο, για κινηματογράφο, έντεχνο λαϊκό τραγούδι,
μετασυμφωνικά έργα.
Κυριότερα
έργα
- Κύκλοι τραγουδιών: Τα παιδικά,
Επιτάφιος, Επιφάνια, Πολιτεία Α΄, Β΄, Γ΄ και
Δ΄, Λιποτάκτες, Μικρές Κυκλάδες, Μαουτχάουζεν,
Romancero Gitano, Θαλασσινά φεγγάρια, Ο
ήλιος και ο χρόνος, Δώδεκα λαϊκά, Νύχτα θανάτου, Αρκαδίες,
Τα τραγούδια του Αγώνα, Τα τραγούδια του Ανδρέα, Δεκαοχτώ
λιανοτράγουδα, Μπαλάντες, Στην Ανατολή, Τα
λυρικά, Χαιρετισμοί, Επιβάτης, Ραντάρ, Διόνυσος,
Φαίδρα, Καρυωτάκης, Τα πρόσωπα του ήλιου, Μνήμη
της πέτρας, Ως αρχαίος άνεμος, Μήπως ζούμε σ' άλλη χώρα;,
Μια θάλασσα γεμάτη μουσική, Η Βεατρίκη στην οδό Μηδέν, Ασίκικο
Πουλάκη, Λυρικώτερα, Λυρικώτατα, Σερενάτες.
- Μουσική για θέατρο: Το τραγούδι
του νεκρού αδελφού, Ένας όμηρος, Εχθρός Λαός, Προδομένος
Λαός, Καποδίστριας, Χριστόφορος Κολόμβος, Περικλής,
Αυτό το δέντρο δεν το λέγανε υπομονή, Το θεριό του Ταύρου,
Μάκβεθ.
- Μουσική για αρχαίο δράμα: Ορέστεια (Αγαμέμνων, Χοηφόροι, Ευμενίδες),
Αντιγόνη, Ιππής, Λυσιστράτη, Προμηθεύς
Δεσμώτης, Οιδίπους Τύραννος, Εκάβη, Ικέτιδες,
Τρωάδες, Φοίνισσες, Αίας.
- Μουσική για κινηματογράφο: Ζορμπάς, Ζ,
Σέρπικο, Ιφιγένεια, Ηλέκτρα,
Το
μπλόκο Όταν τα ψάρια βγήκαν στη στεριά, Σουτιέσκα
(Τίτο), Μπιριμπί, Φαίδρα, Κατάσταση
πολιορκίας, Actas de Marusia.
- Ορατόρια: Άξιον εστί,
Μαργαρίτα, Επιφάνια Αβέρωφ, Κατάσταση πολιορκίας,
Πνευματικό εμβατήριο, Requiem, Canto General,
Θεία Λειτουργία, Λειτουργία για τα παιδιά που σκοτώνονται
στον πόλεμο.
- Συμφωνικά έργα και Μουσική Δωματίου: 1η, 2η, 3η 4η, 7η Συμφωνία, Κατά Σαδδουκαίων, Canto
Olympico, Τρίο, Σεξτέτο, Το Πανηγύρι της
Αση-Γωνιάς, Ελληνική Αποκριά, Κύκλος, Σονατίνα για
πιάνο, Σουίτα αρ. 1, 2 και 3, Σονατίνα αρ. 1 και αρ. 2 για βιολί και
πιάνο, Οιδίπους Τύραννος, Κοντσέρτο για πιάνο, Ραψωδία για τσέλλο
και ορχήστρα, Sinfonietta, Adagio.
- Μπαλέτα: Οι Εραστές του
Τερουέλ, Αντιγόνη, Ζορμπάς.
- Όπερες: Καρυωτάκης
(Οι μεταμορφώσεις του Διονύσου), Μήδεια, Ηλέκτρα,
Αντιγόνη, Λυσιστράτη.
МИКИС
ТЕОДОРАКИС
Микис
Теодоракис (греч.
Μίκης Θεοδωράκης, р. 1925) —
известный греческий композитор и политический деятель. Лауреат Международной
Ленинской премии «За укрепление мира между народами» (1983).
Теодоракис
родился 29
июля 1925
года на греческом острове Хиос.
Его отец был выходцем с острова Крит,
мать родилась в Малой
Азии. С детства мальчик проявил интерес и любовь к музыке, свои первые
песни он стал сочинять, еще не умея играть на музыкальных инструментах. В
возрасте 17 лет организовал хор в пелопоннесском городе Триполисе.
Во
время Второй мировой войны Теодоракис участвовал в Движения Сопротивления. Был
схвачен нацистами и подвергался пыткам.
Во
время гражданской войны в Греции (1946—1949)
композитор был отправлен в ссылку на остров Икария, а затем помещен в концлагерь
на острове Макронисос,
где также подвергался пыткам и избиениям.
В 1950
году окончил Афинскую консерваторию по классу композиции у Филоктитиса
Икономидиса. Затем с 1954
по 1959 год в Парижской консерватории учился музыкальному анализу у Оливье
Мессиана и дирижированию у Эжена Виго. Живя во Франции, много сочинял. К
этому периоду относятся камерные прелюдии и сонатины, симфонические произведения
и три балета.
В 1959
году композитор вернулся в Грецию. Организовал оркестр в Афинах и
Музыкальное общество в Пирее. Занимался также политической деятельностью, в
частности был депутатом парламента от Единой демократической партии (1964—1967).
В апреле 1967
года вскоре после путча, устроенного «черными полковниками», Теодоракис
ушел в подполье. Полковники запретили его музыку, а вскоре композитор попал в
тюрьму, где провел пять месяцев. В 1968
году его освободили под давлением мирового общественного мнения и отправили
в ссылку, но уже в 1969
году поместили в концлагерь Оропос (под Афинами). За него снова заступились
всемирно известные деятели культуры, в частности, Д. Шостакович,
Л. Бернстайн,
А. Миллер,
Г.
Белафонте. Это возымело действие, и в апреле 1970
года композитор был освобожден. С 1970
года он жил и работал во Франции. В изгнании он продолжал борьбу, устраивая
концерты в пользу борцов с хунтой. После падения хунты в июле 1974
Теодоракис снова вернулся в Грецию.
В
1980-х и 1990-х он несколько раз избирался в парламент, был министром в
правительстве К. Мицотакиса. В настоящее время — на пенсии. Его племянница
Маро
Теодораки — также известный греческий композитор.
Произведения
Перу
Теодоракиса принадлежат многочисленные симфонии, камерные произведения, а также
популярные песни и танцы в народном стиле (циклы «Лирика», «Дионис», «Федра»,
«Море» и др.). Всемирную известность получил его танец сиртаки.
В разные периоды он создал также оперу «Квартал ангелов»; балеты «Орфей и
Эвридика», «Антигона», «Медея», «Лисистрата», «Песнь о мёртвом брате»,
«Любовники из Теруэля», музыка к драматическим спектаклям (к трагедии
«Эдип-царь» Софокла и др.) и фильмам («Грек
Зорба» М.Какоянниса, 1964);
вокальные сочинения.
Награды и премии
- Международная
Ленинская премия «За укрепление мира между народами» (1983)
- премия
Ленинского комсомола (1967) — за песни мужества и свободы,
зовущие молодёжь на борьбу против угнетения, фашизма, за мир и лучшее
будущее
ΙΑΚΩΒΟΣ
ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ
Γεννήθηκε
στη Νάξο
στις 2
Δεκεμβρίου 1922.
Το 1935
η οικογένειά του έρχεται για μόνιμη εγκατάσταση στην Νίκαια. Στη κατοχή
αναμείχθηκε στην αντίσταση αλλά όταν συνελήφθη από τους Γερμανούς (1943)
οδηγήθηκε και κρατήθηκε στο στρατόπεδο
συγκέντρωσης Μαουτχάουζεν
μέχρι τις 5
Μαΐου 1945,
οπότε και απελευθερώθηκε από τις συμμαχικές δυνάμεις.
Όταν
γυρίζει στην Ελλάδα, οι παραστάσεις του Θεάτρου
Τέχνης του Καρόλου
Κουν, το χειμώνα του 1945-46, τον συναρπάζουν... «εκεί ανακάλυψα τον εαυτό
μου και τον προορισμό μου». Αν και δεν ολοκλήρωσε γυμνασιακή μόρφωση, έδειξε
ιδιαίτερη αφοσίωση στο γράψιμο. Θα προσπαθήσει να γίνει ηθοποιός, ελλείψει όμως
γυμνασιακού απολυτηρίου δεν θα γίνει αποδεκτός από τη συντεχνία. Τον Καμπανέλλη
ανακάλυψε ο Αδαμάντιος
Λεμός. Το πρώτο θεατρικό έργο του ήταν ο
Χορός πάνω στα στάχυα, που παρουσιάστηκε τη θερινή θεατρική περίοδο
1950 από τον θίασο
Λεμού στο Θέατρο «Διονύσια» της Καλλιθέας.
Τον
Οκτώβριο του 1981 τοποθετήθηκε στη θέση του διευθυντή ραδιοφωνίας της ΕΡΤ.
Από τα
θεατρικά του έργα τα πλέον γνωστά είναι Η
Στέλλα με τα κόκκινα γάντια, Έβδομη
μέρα της δημιουργίας, Η
Αυλή των θαυμάτων, Ηλικία της νύχτας, Παραμύθι
χωρίς όνομα, Γειτονιά
των Αγγέλων, Οδυσσέα γύρισε σπίτι, Αποικία των
τιμωρημένων, Το
μεγάλο μας τσίρκο, Ο εχθρός λαός και Πρόσωπα για βιολί
και ορχήστρα.
Βρισκόταν
νοσηλευόμενος σε μονάδα εντατικής θεραπείας μετά από επιπλοκή λόγω της
νεφροπάθειας από την οποία έπασχε. Απεβίωσε στις 29
Μαρτίου 2011,
λίγες μέρες μετά το θάνατο της γυναίκας του Νίκης.
Όλα τα έργα που παίχτηκαν
- Χορός πάνω στα στάχυα - Θίασος Αδ. Λεμού,
1950
- Έβδομη μέρα της δημιουργίας - Εθνικό
Θέατρο, Β' Σκηνή, 1955-56
- Η Αυλή των Θαυμάτων - Θέατρο Τέχνης,
1957-58
- Η ηλικία της νύχτας - Θέατρο Τέχνης,
1958-59
- Παραμύθι χωρίς Όνομα - Νέο Θέατρο Βασ.
Διαμαντόπουλου - Μαρ. Αλκαίου 1959-60
- Γειτονιά των αγγέλων - Θίασος Καρέζη,
1963-64
- Οδυσσέα γύρισε σπίτι - Θέατρο Τέχνης,
1966-67
- Το μεγάλο μας τσίρκο - Θίασος
Καρέζη-Καζάκου, 1972-73
- Το κουκί και το ρεβύθι - Θίασος
Καρέζη-Καζάκου, 1974
- Ο εχθρός λαός - Θίασος
Καρέζη-Καζάκου, 1975
- Πρόσωπα για βιολί και ορχήστρα - Θέατρο Τέχνης, 1976-77
Έγραψε
επίσης σενάρια κινηματογραφικών ταινιών κυριότερα των οποίων
είναι:
- Στέλλα σε σκηνοθεσία Κακογιάννη
- Ο
δράκος σε σκηνοθεσία Κούνδουρου
- Αρπαγή
της Περσεφόνης σε σκηνοθεσία Γρηγορίου
Επίσης
ο Ιάκωβος Καμπανέλλης συνέγραψε και το βιβλίο Μαουτχάουζεν. Έργα του
Καμπανέλλη έχουν μεταφρασθεί και παιχτεί στην Αγγλία,
Αυστρία,
Γερμανία,
Ουγγαρία,
Ρουμανία,
Βουλγαρία
και Σουηδία.
Ασχολήθηκε επίσης με τη δημοσιογραφία
στις εφημερίδες Ελευθερία (1963-65), Ανένδοτος (1965-66) και
από το 1975 στα Νέα. Υπήρξε επίσης μέλος της Εταιρίας Ελλήνων
Θεατρικών Συγγραφέων.
ИАКОВОС
КАМПАНЕЛЛИС
Родился
на острове Наксос 2 декабря 1922 г. В 1935 г. его семья переезжает на
постоянное место жительства в Никею. Во время оккупации стал участником
движения Сопротивления, но был арестован немцами (1943) и находился в
концентрационном лагере Маутхаузен до 5 мая 1945 г., когда и был освобожден
союзными войсками.
Вернувшись
в Грецию, зимой 1945-46 гг. увлекся представлениями Художественного театра
Каролоса Куна … «там я познал себя и свое признание в жизни». Хотя Кампанеллис
так и не окончил гимназию, главным его увлечением стала литературная
деятельность. Также ему хотелось стать актером, однако для этого ему
недоставало школьного аттестата, и он не был бы принят профсоюзом. Талант
Кампанеллиса впервые обнаружил театральный режиссер Адамантиос Лемос. Его первой
работой для театра стал «Танец над колосьями», который был поставлен в летний
сезон 1950 г. труппой Лемоса в театре «Дионисия» (г. Каллифея).
В
октябре 1981 г. был назначен на должность директора радиовещания EPT.
Из его
театральных работ наиболее известны «Стэлла в красных перчатках», «Седьмой день
творения», «Двор чудес», «Возраст ночи», «Сказка без названия», «Город
ангелов», «Одиссей возвращается домой», «Наш большой цирк», «Враждебный народ»
и «Лица для скрипки и оркестра».
В
последние годы жизни тяжело болел, лечился в больнице в отделении интенсивной
терапии после осложнений в связи с болезнью почек. Скончался 29 марта 2011 г.,
через несколько дней после смерти его жены Ники.
Работы, которые игрались на сцене
- «Танец над колосьями»
- «Седьмой день творения»
- «Двор Чудес»
- «Возраст Ночи»
- «Сказка без названия»
- «Город ангелов»
- «Одиссей вернулся домой»
- «Наш большой цирк»
- «Боб и нут»
- «Враждебный народ»
- «Лица для скрипки и оркестра»
Написал
также сценарии фильмов:
- «Стэлла» в постановке Какоянниса.
- «Дракон» в постановке Кундуроса.
- «Похищение Персефоны» в постановке Григориоса.
Также
Яковос Кампанеллис написал книгу «Маутхаузен». Работы Кампанеллиса переводились
и ставились в Англии, Австрии, Германии, Венгрии, Румынии, Болгарии и Швеции.
Помимо драматургии, Кампанеллис занимался публицистикой, сотрудничая с газетами
«Элефтерия» (=«Свобода», 1963-65), «Анендотос» (=«Непреклонный», 1965-66) и, с
1975 г. , с газетой «Неа» (= «Новости»). Состоял в Союзе театральных писателей
Греции.
ΤΑΣΟΣ
ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Ο Αναστάσιος-Παντελεήμων
Λειβαδίτης (20
Απριλίου 1922
-30
Οκτωβρίου 1988)
ήταν σημαντικός Έλληνας ποιητής.
Γιος
του Λύσανδρου και της Βασιλικής, γεννήθηκε στην Αθήνα το βράδυ της Αναστάσεως του
1922 είχε τέσσερα μεγαλύτερα αδέρφια, μια αδερφή και τρεις αδερφούς. Σπούδασε
στη Νομική
Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όμως τον κέρδισε η λογοτεχνία
και συγκεκριμένα η ποίηση.
Ανέπτυξε έντονη πολιτική δραστηριότητα στο χώρο της αριστεράς με συνέπεια να
εξοριστεί από το 1947 έως το 1951. Στο Μούδρο,
στη Μακρόνησο
και μετά στον Αϊ
Στράτη κι από κει στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα, απ' όπου αφέθηκε
ελεύθερος το 1951.
Το «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου» θεωρήθηκε «κήρυγμα ανατρεπτικό» και
κατασχέθηκε. Τελικά το δικαστήριο (Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, 10 Φεβρουαρίου 1955)
τον απάλλαξε λόγω αμφιβολιών.
Στο
ελληνικό κοινό ο Τάσος Λειβαδίτης εμφανίστηκε το 1946,
μέσα από τις στήλες του περιοδικού Ελεύθερα
Γράμματα (τεύχ. 55,15-11-46) με το ποίημα «Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη».
Το 1947 συνεργάστηκε στην έκδοση του περιοδικού «Θεμέλιο». Το 1952
εξέδωσε την πρώτη του ποιητική σύνθεση με τίτλο «Μάχη στην άκρη της νύχτας» και
εργάστηκε επίσης σαν κριτικός ποίησης στην εφημερίδα Αυγή,
από το 1954
- 1980
(με εξαίρεση τα έτη 1967-74 που η εφημερίδα είχε κλείσει λόγω δικτατορίας) και
το περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» (1962-1966), όπου δημοσίευσε πολιτικά και
κριτικά δοκίμια.
Στο
διάστημα της Χούντα
των Συνταγματαρχών ο ποιητής για βιοποριστικούς λόγους μεταφράζει ή
διασκευάζει λογοτεχνικά έργα για λαϊκά περιοδικά ποικίλης ύλης με το ψευδώνυμο
Pόκκος. Во время хунты «черных полковников» зарабатывал на жизнь переводами и
адаптациями литературных произведений для популярных журналов под псевдонимом
«Роккос».
Ο Τάσος
Λειβαδίτης πέθανε στην Αθήνα 30 Οκτωβρίου 1988, στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο
από ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής. Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν χειρόγραφα
ανέκδοτα ποιήματά του με τον τίτλο «Χειρόγραφα του Φθινοπώρου».
Στίχοι
του μελοποιήθηκαν από τον Μίκη
Θεοδωράκη, στο δίσκο «Πολιτεία» (1961), «Της εξορίας» (1976), «Λειτουργία
Νο2: Για τα παιδιά που σκοτώνονται στον πόλεμο» (1987), τον Μάνο
Λοΐζο στο δίσκο «Για μια μέρα ζωής» (1980), τον Γιώργο
Τσαγκάρη στο δίσκο Φυσάει» (1993) με ερμηνευτή το Βασίλη
Παπακωνσταντίνου και τη συμμετοχή του ηθοποιού Γιώργου
Μιχαλακόπουλου, τον Μιχάλη
Γρηγορίου στο δίσκο «Σκοτεινή πράξη, ένα Ορατόριο σε ποίηση Τάσου
Λειβαδίτη» (1997) και από το συγκρότημα Όναρ
στο δίσκο «Αλαντίν, τελειώσαν οι ευχές σου» (2003).
Συνυπέγραψε
ακόμη με τον Κώστα
Κοτζιά τα σενάρια των ελληνικών ταινιών «Ο
θρίαμβος» και «Η
συνοικία το όνειρο» σε σκηνοθεσία του Αλέκου Αλεξανδράκη.
Τα
ποιήματά του μεταφράστηκαν στα Ρωσικά, Σερβικά, Ουγγρικά, Σουηδικά, Ιταλικά,
Γαλλικά, Αλβανικά, Βουλγαρικά, Κινέζικα και Αγγλικά.
Όπως
σημειώνει ο Τίτος
Πατρίκιος, φίλος και συνεργάτης του Λειβαδίτη, ήταν τόσο αφοσιωμένος στην
ποίηση ώστε όσα ποιήματα του έστελναν «τα διάβαζε όλα ως το κόκαλο και όσο
μεγαλύτερη αξία τους έβρισκε, τόσο την αναγνώριζε και τη διακήρυσσε». Και
παρακάτω: «άσκησε την κριτική με διεισδυτική ευαισθησία, με στοχασμό που
δεν κατέληγε σε κάποια κανονιστικότητα, με άνοιγμα σε όλους τους τρόπους της
ποίησης και αγάπη για όλους τους ποιητές, χωρίς εύνοιες και πατερναλισμούς».
ТАСОС
ЛИВАДИТИС
Анастасиос-Пантелеймон
Ливадитис (20 апреля 1922 – 30 октября 1988 гг.) – один из крупнейших греческих
поэтов XX века.
Тасос Ливадитис
родился в Афинах в пасхальный вечер 1922 г. в семье Лисандра и Василики
Ливадити. Обучаясь на юридическом факультете Афинского университета, он рано
увлекся литературой, в особенности, поэзией. После учебы начал масштабную
политическую деятельность, поддерживая леворадикальные силы, за что был
отправлен в ссылку, продлившуюся с 1947 по 1951 гг. Эти годы он провел в
Мудросе, на островах Макрониссос и Агиос Эвстратиос, а затем – в тюрьме
Хатзикоста в Афинах, откуда был выпущен на свободу в 1951 г. Его поэма «Дует
ветер на перекрестке мира» была конфискована и запрещена за «призыв к подрывной
деятельности».
В
греческом обществе Тасос Ливадитис получил известность в 1946 г., благодаря
своим колонкам в журнале «Элефтера Граммата» (=«Свободные письма», выпуски 55,
15-11-46), где была опубликована поэма «Песнь Хатзидимитриса». В 1947 г. он
участвовал в издании журнала «Темелио» (=«Основа»). В 1952 г. опубликовал свой
первый поэтический сборник под названием «Сражение на краю ночи», а с 1954 по
1980 гг. работал в качестве поэтического критика в газете «Авги»
(=«Заря»), за исключением периода диктатуры 1967-1974 гг., когда газета была
закрыта. Также в течение четырех лет (1962-1966 гг.) публиковал критические
заметки и статьи на политическую тематику в «Эпитеориси Технис»
(=«Искусствоведческий журнал»).
Тасос
Ливадитис умер 30 октября 1988 г. в Афинах, в Главной государственной больнице
от аневризма брюшной аорты. Его неопубликованные стихотворения посмертно были
изданы под названием «Осенние рукописи».
Стихотворения
Ливадитиса были положены на музыку Микисом Теодоракисом и представлены в
альбомах «Государство» (1961), «Изгнание» (1976), «Литургия №2: памяти
детей, убитых на войне» (1987), Маносом Лоизосом (альбом «За один день жизни»),
Йоргосом Цанкарисом (альбом «Темные дела», оратория на поэзию Тасоса
Ливадитиса) и музыкальной группой «Онар» (=«Видение»), в 2003 г. выпустившей
альбом «Аладдин, твои желания закончились».
Совместно
с Костасом Кодзясом он написал сценарии к греческим фильмам «Триумф» и «По
соседству с мечтой», снятым А. Александраки.
Его
стихотворения переводились на русский, сербский, венгерский, шведский,
итальянский, французский, албанский, болгарский, китайский и английский языки.
Как
подчеркивает публицист и литератор Титос Патрикиос, друг самого Ливадитиса,
последний был настолько предан поэзии, что «детально изучал все произведения,
которые ему присылали, и, если находил в них литературную значимость, говорил
об этом во всеуслышание». При этом по словам Патрикиоса, «он подвергал
произведения критике, которая сопровождалась проницательной
чувствительностью и размышлениями, не исчерпывающимися формализмом. Он был
открыт к самым разным жанрам поэзии и относился с любовью ко всем поэтам, не
проявляя признаков протекции и патернализма».
ΣΤΑΥΡΟΣ
ΞΑΡΧΑΚΟΣ
Ο
Σταύρος Ξαρχάκος είναι Έλληνας
μουσικοσυνθέτης.
Γεννήθηκε στις 14
Μαρτίου 1939
στην Αθήνα
όπου και μεγάλωσε. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες
συνθέτες.
Σπούδασε
στο Ωδείο Αθηνών και συνέχισε στο Παρίσι
και στο Julliard School of Music της Νέας Υόρκης. Έχει γράψει τραγούδια σε
περισσότερους από 40 δίσκους, μουσική για 21 ταινίες και 15 τηλεοπτικές
παραγωγές. Ακόμα, έχει συνθέσει μουσική για αρχαία τραγωδία, δράματα και διεθνή
μπαλέτα.
Στην
αρχή της σταδιοδρομίας του γράφει μουσική κυρίως για το θέατρο και τον
κινηματογράφο και έτσι ξεχώρισε ως συνθέτης κινηματογραφικής και θεατρικής
μουσικής. Πρώτη του μεγάλη επιτυχία είναι η μουσική που έγραψε το 1963
για την κινηματογραφική ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη «Κόκκινα Φανάρια». Τα
τραγούδια «Άπονη ζωή», «Φτωχολογιά» και το «Παράπονο» έγιναν μεγάλες επιτυχίες
και ήταν τα πρώτα τραγούδια που έγραψε ο Λευτέρης
Παπαδόπουλος. Με ίδιο τίτλο κυκλοφορεί και ο πρώτος του μεγάλος δίσκος που
πλουτίζεται με τις επιτυχίες «Σαββατόβραδο στην Καισαριανή», «Βάλε κι άλλο
πιάτο στο τραπέζι» όλα σε στίχους Λευτέρη
Παπαδόπουλου. Προς το τέλος της δεκαετίας του ’60 επικέντρωσε το ενδιαφέρον
του στην κλασσική μουσική. Στα έργα του περιλαμβάνονται σουίτες μπαλέτου,
κοντσέρτα αλλά και συμφωνικά έργα. Σπουδαίος δίσκος του θεωρείται βραβευμένο
έργο «Το Ρεμπέτικο» (1983)
που ήταν μουσική για την ομότιτλη ταινία σε σκηνοθεσία του Κώστα
Φέρρη. Ο Σταύρος Ξαρχάκος θεωρείται και σπουδαίος ενορχηστρωτής με πιο
πρόσφατη ενορχηστρωτική δουλειά του τον δίσκο "Ερημιά" του Μίκη
Θεοδωράκη και του Λευτέρη Παπαδόπουλου.
Εχει
βραβευτεί πολλές φορές σε κινηματογραφικά και μουσικά φεστιβάλ, όπως το Διεθνές
Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Κινηματογράφου. Τον Μάιο του 1994
ανακηρύχθηκε Διδάκτωρ Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Adelphi της Νέας Υόρκης.
Στις αρχές του 1995
ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση της «Κρατικής Ορχήστρας Ελληνικής Μουσικής»
(KOEM).
Διατέλεσε
Δημοτικός Σύμβουλος στο Δήμο
Αθηναίων και αργότερα Αντιδήμαρχος Πολιτιστικών Θεμάτων. Επίσης, διατέλεσε
βουλευτής Αθηνών αλλά παραιτήθηκε πολύ σύντομα. Διετέλεσε Ευρωβουλευτής της Νέας
Δημοκρατίας από το 1999
έως το 2004.
СТАВРОС
КСАРХАКОС
Ставрос
Ксархакос – один из самых значимых современных греческих композиторов. Родился
14 марта 1939 г. в Афинах, где и вырос. Учился в Афинской консерватории, затем
продолжил обучение в Париже и в Джульярдской школе музыки в Нью-Йорке. Записал
более 40 альбомов, сочинил музыку к 21 фильму и 15 телевизионным программам.
Также написал музыку к античным трагедиям, драмам и международному балету.
В
начале своей карьеры сочинял главным образом для театра и кино, получив большую
известность в этой области. Первый большой успех получила его музыка,
написанная в 1963 г. для фильма Василиса Георгиадиса «Красные Фонари». Вошедшие
в него песни «Апони Зои» (=«Легкая Жизнь»), «Фтохология» (=«Беднота») и
«Парапоно» (=«Жалоба») стали первыми композициями, слова к которым написал
Лефтерис Пападопулос, и пользовались немалой популярностью. С одноименным
названием вышел его дебютный полноценный альбом, в который также вошли хиты
«Субботний вечер в Кесариани» и «Поставь еще одно блюдо на стол» на стихи
Лефтериса Пападопулоса. К концу 60-х гг. он сосредоточился на классической
музыке. Среди его работ – сюиты для балета, концерты, а также симфонические
произведения. Важной вехой в его творчестве стал альбом «Ребетико» (1983)
с музыкой к одноименному фильму режиссера Костаса Ферриса, собравший
всевозможные награды. Ставрос Ксархакос является также известным дирижером. В
частности, под его руководством был сыгран альбом «Одиночество» с музыкой
Микиса Теодоракиса и словами Лефтериса Пападопулоса.
Ставрос
Ксархакос стал лауреатом многих кино- и музыкальных фестивалей, в мае 1994 г.
Адельфийский университет в Нью-Йорке присвоил ему степень доктора изящных
искусств. В начале 1995 г. он стал художественным руководителем
Государственного оркестра греческой музыки» (КОЭМ).
На
государственной службе Ксархакос работал в качестве городского советника в
администрации г. Афины, а затем заместителем мэра по вопросам культуры. Также
занимал должность депутата афинского законодательного собрания, но быстро подал
в отставку. В 1999-2004 г. был депутатом Европарламента от партии «Новая
Демократия».
ΛΕΥΤΕΡΗΣ
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Ο
Λευτέρης Παπαδόπουλος του Παναγιώτη είναι Έλληνας
δημοσιογράφος, στιχουργός και ποιητής. Γεννήθηκε στην Αθήνα
στις 14
Νοεμβρίου 1935.
Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες,
από τη Μικρά
Ασία ο πατέρας του και από τη Ρωσία
η μητέρα του. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο
Αθηνών. Ξεκίνησε την σταδιοδρομία του ως δημοσιογράφος και από το 1959
εργάζεται ανελλιπώς με την εφημερίδα «Τα
Νέα».
Έχει
γράψει στίχους εκατοντάδων τραγουδιών σε πρωτότυπη ποίηση αλλά και από
μετάφραση (Λόρκα,
Νερούδα).
Οι στίχοι του μελοποιήθηκαν από μερικούς από τους μεγαλύτερους Έλληνες
συνθέτες. Έχει συγγράψει πολλά βιβλία εκ των οποίων «Επαρχίες της Αθήνας», «Η
Τουρκία χωρίς φερετζέ», το θεατρικό «Ο δρόμος» (1969)
και την κριτική μονογραφία "Ο ποιητής Λευτέρης Παπαδόπουλος για τη
στιχουργό Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου".
Είναι
μέλος της Ενώσεως Συντακτών Ημερ. Εφημ. Αθηνών (ΕΣΗΕΑ),
της Εταιρείας Μουσικοσυνθετών Ελλάδος και της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων.
Ανέλαβε δημοσιογραφικές αποστολές στην Αμερική,
Ρωσία,
Ευρώπη,
Ασία
και Αφρική.
Έχει τιμηθεί με βραβείο δημοσιογραφικού διαγωνισμού ΕΣΑΤ (1965).
Η ΕΣΗΕΑ τον τίμησε επίσης για την προσφορά του, απονέμοντας του δια χειρών του
Πάνου Σόμπολου το ανώτατο βραβείο της "ΞΕΝΟΦΩΝ" (2009).
Παράλληλα
έχει ασχοληθεί με την τηλεόραση ως παρουσιαστής εκπομπών, προσώπων με έντονη
συμμετοχή σε καλλιτεχνικές κριτικές επιτροπές. Έχει πολλές φορές εκφράσει
δημόσια την άποψη αλλά και την αντίθεσή του σε διάφορους πολιτικούς χειρισμούς.
Είναι φανατικός οπαδός της ΑΕΚ.
ЛЕФТЕРИС
ПАПАДОПУЛОС
Лефтерис
Пападопулос – греческий журналист, поэт и автор текстов к песням. Родился в
Афинах 14 ноября 1935 г. Его родители были эмигрантами, отец из Малой Азии, а
мать из России. Учился на юридическом факультете в Афинском университете. Начал
карьеру как журналист и с 1959 непрерывно работает в газете «Та Неа»
(=«Новости»).
Сотни
стихотворений, как его собственного сочинения, так и переводных (в частности,
он переводил поэзию Федерико Гарсиа Лорки и Пабло Неруды) были положены на
музыку известными греческими композиторами. Также он написал множество
книг, в числе которых «Турция без паранджи», пьеса «Путь» (1969) и критическая
монография «Поэт Лефтерис Пападопулос о поэтессе Эфтихии Папаяннопулу».
Является
членом афинского Союза журналистов ежедневных газет, Союзов
композиторов и театральных писателей Греции. В качестве журналиста ездил в
командировки в США, Россию, Европу, Азию и Африку, получил несколько престижных
наград, а в 2009 г. был удостоен почетной премии «Ксенофон», которую ему вручил
президент Международной федерации журналистов Панос Сомполос.
Параллельно
ведет передачи на телевидении с участием ведущих художественных критиков.
Неоднократно публично высказывал свое мнение и несогласие по различным
политическим вопросам. Фанат афинской футбольной команды АЕК.
ΜΙΜΗΣ
ΠΛΕΣΣΑΣ
Γεννήθηκε
στις 12
Οκτωβρίου 1924
στην Αθήνα.
Σπούδασε στη Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη συνέχεια
πήγε στην Αμερική (ΗΠΑ) για συνέχιση σπουδών. Σε πολύ μικρή ηλικία έγινε ο
πρώτος σολίστ
πιάνου
στην Ελληνική
Ραδιοφωνία. Το 1952,
σε ηλικία μόλις 27 ετών, τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο μουσικής του
πανεπιστημίου της Μινεσότα,
και την επόμενη χρονιά κατετάγη πέμπτος πιανίστας στις ΗΠΑ.
Το 1952
άρχισε επίσης την ενασχόληση του με τη σύνθεση και από το 1956 ως μαέστρος και
συνθέτης.
Η
καλλιτεχνική και συνθετική του δραστηριότητα καλύπτει, τα τελευταία 50 χρόνια,
όλους τους τομείς της μουσικής, στο θέατρο, το κινηματογράφο, το ραδιόφωνο και
τη τηλεόραση. Έχει συνεργαστεί με πληθώρα κορυφαίων τραγουδιστών, πολλούς από
τους οποίους ανέδειξε μέσα από τα τραγούδια του. Ασχολήθηκε επίσης με τη
σύνθεση μουσικής για ταινίες και θεατρικές παραστάσεις, έχοντας στο ενεργητικό
του 104 ταινίες και 70 παραστάσεις. Έγραψε επίσης τη μουσική και τα τραγούδια
για την τηλεοπτική σειρά "Τα
παιδιά της Νιόβης". Έχει διευθύνει πολλές από τις μεγαλύτερες ορχήστρες
στον κόσμο, σε έργα του και πρωτο-διακρίθηκε αφενός για τη θεατρική του
προσφορά στο Παρίσι
το 1958, και για τη κινηματογραφική του στο Εδιμβούργο
και τις ΗΠΑ
το 1964 και 1965 αντίστοιχα. Αυτών ακολούθησαν πάμπολλες διακρίσεις ελληνικές
και ξένες.
Επίσης
ο Μίμης Πλέσσας υπήρξε ο παραγωγός της ιστορικής ραδιοφωνικής εκπομπής "Σε
30 δευτερόλεπτα" που ήταν μια εκπομπή βράβευσης γνώσεων με διάφορα δώρα,
(ραδιόφωνα και βιβλία), στη δεκαετία του 1960 - 1970. Επίσης συμμετείχε σε πλείστες
διεθνείς και ελληνικές επιτροπές κρίσης καλλιτεχνικών γεγονότων. Είναι μέλος
της Ελληνικής Εταιρίας Θεατρικών Συγγραφέων, της Εταιρίας Μουσικοσυνθετών
Στιχουργών Ελλάδος, της ΕΡΓΗΜ (σύγχρονης μουσικής) και πολλών άλλων
καλλιτεχνικών συλλόγων.
Διακρίσεις
Ο Μίμης
Πλέσσας έχει τιμηθεί επανειλημμένα τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.
Συνολικά έχει λάβει έξι διακρίσεις στην Ελλάδα (Αθήνα και Θεσσαλονίκη 1959,
1963, 1964 και 1967), και επτά διεθνείς διακρίσεις ( Βαρκελώνη
το 1960, Βαρσοβία
το 1962, Βέλγιο
το 1963, Ιταλία
(Άλτο Μόντε) 1964, ΗΠΑ
το 1965, Παρίσι
το 1968 και Τόκιο
το 1970). Έχει λάβει, επίσης, τόσο χρυσούς όσο και πλατινένιους δίσκους .
Ενδεικτικά αναφέρονται:
- 1951
Λαμβάνει το πρώτο βραβείο μουσικής του πανεπιστημίου της Μινεσότα.
- 1952
Ανακηρύσσεται πέμπτος πιανίστας στις ΗΠΑ.
- 2000
Τιμάται για την πενηντάχρονη προσφορά του στην ελληνική μουσική και τον
πολιτισμό από το Δήμο
της Αθήνας με την απονομή του "Χρυσού Μεταλλίου της πόλης"
σε μια μεγάλη συμφωνική συναυλία στο Μέγαρο
Μουσικής Αθηνών.
- 2001
Απονομή του Χρυσού Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικα για την προσφορά του
στον πολιτισμό, από τον Πρόεδρο
της Δημοκρατίας.
- 2002
Τιμάται για τα 50 χρόνια του στην Ελληνική μουσική σκηνή στο Ωδείο
Ηρώδου του Αττικού από το Υπουργείου
Πολιτισμού.
- 2004
Τιμάται ως ο «Άνθρωπος της Χρονιάς» από τον υπουργό πολιτισμού στην τελετή
των προσωπικοτήτων για την προσφορά του στον παγκόσμιο πολιτισμό.
- 2006
Βραβεύεται από την Ακαδημία
Προσωπικοτήτων για την συνολική προσφορά του στον πολιτισμό.
МИМИС
ПЛЕССАС
Мимис
Плессас (1924 г.р.) – всемирно известный греческий композитор.
Родился
12 октября 1924 г. в Афинах. Учился на физико-математическом факультете в
Афинском университете, затем уехал в США для дальнейшего обучения. В раннем
возрасте становится первым солистом фортепиано на Греческом радио. В 1952 г., в
возрасте всего 27 лет, был награжден первой музыкальной премией
Университета Миннесоты, и в следующем году вошел в пятерку лучших пианистом
США. В 1952 г. начал также писать музыку и с 1956 г. выступает как дирижер и
композитор.
Деятельность
Мимиса Плессаса как композитора в последние 50 лет охватывает все области
музыки, театр, кинематограф, радио и телевидение. Он сотрудничал с ведущими
греческими исполнителями, многие из которых получили известность благодаря его
песням. Также он сочинял музыку для фильмов и театральных постановок, имея в
своем активе 104 фильма и 70 спектаклей. Написал музыку и песни для
телевизионного сериала «Та пэдья тис Ниовис» (=«Дети Ниобы»). Дирижировал
многими крупнейшими мировыми оркестрами, за музыку для театра получил
премию в Париже (1958 г.), в 1964 и 1965 гг. соответственно стал лауреатом
кинофестивалей в Эдинбурге и США. С этого времени он получил широкую
известность как в Греции, так и во всем мире.
Также
Мимис Плессас был автором исторической радиопередачи «За 30 секунд», состоял во
множестве международных и греческих организаций, в том числе, в Союзе
театральных писателей Греции, Союзе композиторов Греции и многих других
художественных объединениях.
Награды
и премии
Мимис
Плессас награждался неоднократно как в Греции, так и заграницей, получив 6
греческих (Афины и Салоники, 1959, 1963, 1964 и 1967 гг.) и 7 международных
премий (Барселона, 1960; Варшава, 1962; Бельгия, 1963; Италия (Монте-Альто),
1964; США, 1965; Париж, 1968 и Токио, 1970). Его альбомы становились «золотыми»
и «платиновыми».
ΕΥΑΝΘΙΑ ΡΕΜΠΟΥΤΣΙΚΑ
Γεννήθηκε
στην Κάτω Αχαΐα.
Είναι μέλος της γνωστής οικογένειας μουσικών, αδελφή της Ιωάννας, της Μαρίας
και του Πλούταρχου Ρεμπούτσικα. Από έξι ετών άρχισε να σπουδάζει βιολί στο Πατραϊκό
Ωδείο. Από το 1970 μέχρι το 1979 συνεργάζεται με Έλληνες συνθέτες και
ερμηνευτές, κάτι που συνεχίστηκε και μετά το 1979, όταν επέστρεψε από το Παρίσι
ολοκληρώνοντας τις σπουδές της στην Ecole Normale de Musique. Ακολουθούν
συνεργασίες με τη Συμφωνική
Ορχήστρα του Γ΄ Προγράμματος, καθώς και με τη Σύγχρονη
Ορχήστρα της ΕΡΤ.
Στις
αρχές της δεκαετίας του ΄80 συμμετέχει στο «Μουσικό
Αύγουστο» που διοργάνωσε ο Μάνος
Χατζιδάκις. Το 1992 κυκλοφορεί ο πρώτος δίσκος της με τίτλο "Στη
Λίμνη Με Τις Παπαρούνες", σε συνεργασία με τον Παναγιώτη
Καλατζόπουλο και ερμηνεύτρια την Κρίστι
Στασινόπουλου. Το 1995, από κοινού με τον Παναγιώτη Καλατζόπουλο και σε
στίχους του Αρη
Δαβαράκη, δημιουργεί το "Αθώος
Ένοχος", δίσκο που φέρνει στο προσκήνιο ένα νέο τότε τραγουδιστή, το Γιάννη
Κότσιρα. Η συνεργασία της με το Γ. Κότσιρα συνεχίζεται και στο δίσκο "Μόνο
Ενα Φιλί" (1998), σε στίχους Ελένης
Ζιώγα -άλμπουμ που έγινε «πλατινένιο»- καθώς και στο "Φύλακας
Αγγελος" (1999).
Παράλληλα
με την προσωπική της δισκογραφία γράφει μουσική για τηλεοπτικές σειρές, όπως το
«Εσύ
αποφασίζεις», η «Προδοσία»
του Νίκου
Κουτελιδάκη, το «Αθήνα-Θεσσαλονίκη»
του Χρήστου
Παλληγιαννόπουλου, «Αίθουσα
του Θρόνου» της Πηγής
Δημητρακοπούλου κ.ά. Από αυτές τις κατά καιρούς συνθέσεις προέκυψε "Το
Αστέρι και η Ευχή", δίσκος στον οποίο συνεργάστηκαν η σοπράνο Σόνια
Θεοδωρίδου, η Ελλη
Πασπαλά και η Caroline Lavelle. Ο δίσκος με τίτλο "Μικρές
Ιστορίες", είναι ορχηστρικός στο μεγαλύτερο μέρος του, ενώ συμμετέχει
η σοπράνο Μαριάννα
Ριγάκη, και δύο τραγούδια ερμηνεύει η Ελευθερία
Αρβανιτάκη σε στίχους Λίνας
Νικολακοπούλου και Ελένης Ζιώγα. Ευρέως έγινε γνωστή για τη μουσική της
στην ταινία «Πολίτικη
Κουζίνα».
Το 2006
ανακηρύχθηκε μουσική «Ανακάλυψη» της χρονιάς από τη Διεθνή
Ακαδημία Σάουντρακ, και τιμήθηκε με το βραβείο καλύτερου νέου συνθέτη για
τη μουσική της τουρκικής ταινίας «Ο πατέρας και ο γιος μου», που σκηνοθέτησε ο Τσαγκάν
Ιρμάκ. Στην ίδια κατηγορία, η Ρεμπούτσικα κέρδισε τον Νικ
Κέιβ, ο οποίος ήταν υποψήφιος για τη μουσική της ταινίας «The Proposition»,
καθώς και τον Ντάγκλας Πάιπς που έγραψε το σάουντρακ του «Τερατόσπιτου».
ЭВАНТИЯ
РЕБУТСИКА
Родилась
в городе Като Ахайя в семье известных музыкантов. В 6 лет начала учиться игре
на скрипке в музыкальной школе в Патрах. С 1970 по 1979 гг. работала с
греческими композиторами и исполнителями. Это сотрудничество продолжилось в
1979 г., когда она вернулась из Парижа, где училась в Музыкальной консерватории
Ecole Normale de Musique. В настоящее время продолжает работать с Симфоническим
оркестром, а также с Современным оркестром ЕРТ.
В
начале 80-х приняла участие в концерте «Музыкальный август», который
организовал Манос Хатзидакис. В 1992 выходит ее первый альбом под названием «На
озере с маками», совместно с Панайотисом Калатзопулосом и певицей Кристи
Стасинопулу. В 1995 г., вместе с Панайотисом Калатзопулосом выпускает альбом
«Атоос Энохос» (=«Без вины виноватый») на стихи Ариса Даваракиса, который
возносит на музыкальный олимп тогда еще начинающего певца Янниса Коцираса.
Сотрудничество с Яннисом Коцирасом продолжалось и при создании альбома «Моно
Эна Фили» (=«Только один поцелуй», 1998), на стихи Элены Зиога, ставшего
«платиновым». За ним последовал не менее успешный диск «Филакас Ангелос»
(=«Ангел Хранитель», 1999).
Параллельно
с записью сольных альбомов пишет музыку для телевизионных сериалов, таких как
«Тебе решать», «Предательство» режиссера Никоса Кутелидакиса,
«Афина-Фессалоники» Христоса Паллияннопулоса, «Тронный Зал» Пигиса
Димитракопулоса и т.д. С этими композициями вышел альбом «Звезда и желание»,
над которым работали Соня Теодориу (сопрано), Элли Паспала и Каролина Лаваль.
На следующем, по большей части оркестровом, альбоме под названием «Маленькие
истории» приняла участие Марианна Ригаки (сопрано), а две песни исполнила
Елефтерия Арванитаки на стихи Лины Николакопулу и Элены Зиога. Также Эвантия
Ребутсика получила широкую известность за музыку к фильму
«Константинопольская кухня».
В 2006
г. на церемонии награждения, проводившейся Международной академией саундтреков,
она удостоилась приза как лучший молодой композитор за музыку к турецкому
фильму «Мой отец и мой сын», режиссером которого был Чаган Ирмак. В той же
номинации Ребутсика обошла Ника Кейва, номинировавшегося за музыку к фильму
«Предложение», а также Дугласа Пайпса, написавшего саундтрек к фильму
«Дом-монстр».
ΓΙΑΝΝΗΣ
ΡΙΤΣΟΣ
Ο
Γιάννης Ρίτσος (Μονεμβασιά
1
Μαΐου 1909
- Αθήνα
11
Νοεμβρίου 1990)
ήταν Έλληνας ποιητής. Δημοσίευσε πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και
συνθέσεις, εννέα μυθιστορήματα, τέσσερα θεατρικά έργα και μελέτες. Πολλές
μεταφράσεις, χρονογραφήματα και άλλα δημοσιεύματα συμπληρώνουν το έργο του.
Το 1921
άρχισε να συνεργάζεται με τη «Διάπλαση
των Παίδων». Συνεισέφερε επίσης ποιήματα στο φιλολογικό παράρτημα της
«Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας» του Πυρσού. Το 1934
εκδόθηκε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Τρακτέρ», ενώ ξεκίνησε να
δημοσιεύει στο «Ριζοσπάστη»
τη στήλη «Γράμματα για το Μέτωπο». Την ίδια χρονιά γίνεται μέλος του ΚΚΕ στο
οποίο παρέμεινε πιστός μέχρι το θάνατό του. Το 1935
κυκλοφορούν οι «Πυραμίδες», το 1936
ο «Επιτάφιος» και το 1937
«Το τραγούδι της αδελφής μου». Έλαβε ενεργό μέρος στην Εθνική
Αντίσταση, ενώ κατά το χρονικό διάστημα 1948-1952
εξορίστηκε σε διάφορα νησιά. Συγκεκριμένα συλλαμβάνεται τον Ιούλιο του 1948 και
εξορίζεται στη Λήμνο, κατόπιν στη Μακρόνησο (Μάης 1949) και το 1950 στον Άι
Στράτη. Μετά την απελευθέρωση του τον Αύγουστο του 1952 έρχεται στην Αθήνα και
προσχωρεί στην ΕΔΑ.
Το 1954 παντρεύεται με την παιδίατρο Γαρυφαλιά (Φαλίτσα) Γεωργιάδη κι ένα χρόνο
αργότερα γεννιέται η -μοναδική- κόρη τους Ελευθερία (Έρη). Το 1956,
τον ίδιο χρόνο δηλαδή, τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό
Βραβείο Ποίησης για τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος».
Το 1968
προτάθηκε για το βραβείο
Νόμπελ. Το 1975
αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης και το 1977
τιμήθηκε με το Βραβείο
Ειρήνης του Λένιν.
Βραβεία
- Πρώτο Κρατικό Βραβείο ποίησης "Η Σονάτα του
σεληνόφωτος" (1956)
- Μέγα διεθνές βραβείο ποίησης (Βέλγιο, 1972)
- Διεθνές βραβείο "Γκεόργκι Δημητρώφ" (Βουλγαρία,
1975)
- Mέγα βραβείο ποίησης "Αλφρέ ντε Βινύ" (Γαλλία, 1975)
- Διεθνές βραβείο "Αίτνα-Ταορμίνα" (Ιταλία, 1976)
- "Βραβείο Ειρήνης του Λένιν" (ΕΣΣΔ, 1977)
- Διεθνές βραβείο "Μποντέλο" (1978)
Ποιήματα
- «Τρακτέρ », (1934)
- «Πυραμίδες», (1935)
- «Επιτάφιος», (1936)
- «Το τραγούδι της αδελφής μου», (1937)
- «Εαρινή συμφωνία», (1938)
- «Το εμβατήριο του ωκεανού», (1940)
- «Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής», (1943)
- «Δοκιμασία», (1943)
- «Γειτονιές του κόσμου», (1949)
- «Η σονάτα του σεληνόφωτος», (1956)
- «Χρονικό», (1957)
- «Αποχαιρετισμός», (1957)
- «Χειμερινή διαύγεια», (1957)
- «Όταν έρχεται ο ξένος», (1958)
- «Οι γερόντισσες κ' η θάλασσα», (1959)
- «Το παράθυρο», (1960)
- «Το νεκρό σπίτι», (1962)
- «Κάτω απ' τον ίσκιο του βουνού», (1962)
- «Φιλοκτήτης», (1965)
- «Ορέστης», (1966)
- «Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα», (1972)
- «Η Ελένη», (1972)
- «Τέταρτη διάσταση», (1972)
- «Η επιστροφή της Ιφιγένειας», (1972)
- «Ισμήνη», (1972)
- «Χρυσόθεμις», (1972)
- «Ο αφανισμός της Μήλος», (1974)
- «Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη», (1974)
Συλλογές
- «Ποιήματα - Α τόμος», (1961)
- «Ποιήματα - Β τόμος», (1961)
- «Ποιήματα - Γ τόμος», (1964)
- «Ποιήματα - Δ τόμος», (1975)
Θεατρικά
- «Μια γυναίκα πλάι στη θάλασσα », (1942)
- «Πέρα απ'τον ίσκιο των κυπαρισσιών», (1947)
- «Τα ραβδιά των τυφλών», (1959)
- «Ο λόφος με το συντριβάνι»
Μεταφράσεις
- «Α.Μπλόκ: Οι δώδεκα», (1957)
- «Μαγιακόφσκι: Ποιήματα», (1964)
- «Ιλία 'Ερεμπουργκ: Το δέντρο», (1966)
- «Ανθολογία Τσέχων και Σλοβάκων ποιητών», (1966)
ЯННИС
РИЦОС
Творческое
наследие Янниса Рицоса велико (более ста поэтических сборников и композиций,
девять романов, четыре театральных произведения, переводы, дорожные записки и
прочие публикации) и весьма значительно: Рицоса по праву считают одним из
лучших представителей новейшей греческой поэзии. В размышлениях поэта о
мифологии, во множестве мифологических деталей, мотивов и героев читателю
открывается что-то более важное, не носящее эфемерный характер, приоткрывающее
завесу над скрытыми тайнами жизни и человеческого существования, над сложным
миром – прекрасным и противоречивым - этим, по словам поэта, «чудовищным
шедевром».
Яннис
Рицос родился в маленьком городке Монемвасия, на юге Пелопоннеса, 1 мая 1909
года. Его отец – Элефтериос - был крупным землевладельцем, а мать - Элефтерия –
происходила из аристократического рода Гитиу. В 1921 году, после окончания
начальной школы, Яннис поступает в Гимназию Гитиу, где учится до 1925 года. В
этом же году от туберкулеза умирают его брат и мать.
Интерес
к поэзии пробудился у Янниса очень рано: в 1924 году его стихотворения
публикуются в «Творчестве детей». В 1925 году семья разоряется и Яннис уезжает
в Афины, где приступает к работе писарем в Национальном банке. В 1926 у него
обнаруживают туберкулез, а отец поэта попадает в лечебницу для душевнобольных в
Дафни, где и умирает в 1938 году. «Все, что я любил, отняли у меня смерть и
безумие», - напишет Рицос. Сам поэт в 1927-1929 гг. находится на лечении в
больнице «Сотирия». В этот период интерес к важным общественно-политическим
проблемам эпохи приводит его к увлечению марксистскими идеями. В 1930 году
Рицос лечится в санатории г. Ханья и выступает с публичным протестом против
ужасных условий содержания туберкулезных больных на Крите. В 1931 году поэт
возвращается в Афины, где начинает сотрудничество с журналом левых сил
«Протопори» (Авангард). Чтобы добыть средства к существованию работает
в коммерческом театре в качестве актера, танцовщика и режиссера. В 1934 году
поступает на работу корректором в издательский дом «Новости» и в том же году
издает первый поэтический сборник под названием «Трактор». Рицос начинает
сотрудничать с газетой греческих коммунистов «Ризоспастис» (публикует «Письма
на фронт» и «Письма с фронта») и становится членом Коммунистической партии. В
1935 выходит в свет второй сборник - «Пирамиды». В 1936 году, находясь под
впечатлением от трагических событий, связанных с майской забастовкой рабочих
табачной фабрики г. Салоники, Рицос пишет и публикует поэму «Эпитафия». В 1937
году становится членом Общества Греческих Литераторов и издает поэму «Песнь
моей сестре», посвященную сестре Луле, которая, как и их отец, страдает от
душевной болезни и лечится в Дафни. В 1938 году издана «Весенняя симфония». В
том же году Рицос поступает танцовщиком в Королевский (позже - Национальный)
театр, а в 1940 году переходит в театр «Лирики Скини» (Национальный оперный
театр) и издает поэму «Марш Океана».
В годы
оккупации поэт вступает в ЭАМ (Национальный Освободительный Фронт). «Луна –
это каска немецкого солдата...». Создает театральное произведение «Женщина
на берегу моря» и поэму «Последнее до человека столетие» (1942). В Афинах поэт
сотрудничает с журналом «Свободная литература» и издает сборник «Испытание»
(1943), из которого цензура изымает поэму «Канун Солнца».
В
период 1948-1952 поэт находится в ссылке на островах: его арестовывают в июле
1948 и отправляют сначала на Лимнос, позже, в мае 1949 – на Макронисос, в 1950
– на Ай-Стратис. «Кто может сказать о том, что половина людей под землей, а
другая половина - в оковах?» Поэта освобождают в августе 1952 года после
протеста зарубежных деятелей культуры (Луи Арагона, Пабло Неруды, Пабло Пикассо
и других). Сразу после освобождения Рицос пишет поэму «Непокорный город». Поэт
вступает в новообразованную партию ЭДА (Единая Демократическая Левая) и
сотрудничает с газетой «Авги». В 1954 году публикует «Бессонницу». Тогда же
женится на педиатре Гарифалье Георгиаду, и в 1955 году у супругов рождается их
единственная дочь Элефтерия.
В 1956
году Яннис Рицос получает первую Государственную Премию в области поэзии за
поэму-монолог «Лунная соната», которую впоследствии переведут на 20 языков
мира. Поэт посещает СССР в составе делегации интеллектуалов и журналистов и
публикует «Впечатления о Советском Союзе» (1956). В 1958 году поэт подвергается
преследованию, вместе с соратниками, за посвящение выпуска «Епитеориси Технис»
(«Обозрение искусства») 40-летию Октябрьской революции. В 1959 году
посещает Румынию и Болгарию.
В 1960
году выходит на пластинке «Эпитафия», музыку к которой написал Микис
Теодоракис. В 1962 году Рицос совершает поездки в Румынию, Чехословакию,
Венгрию и Восточную Германию, а в 1966 – на Кубу. Выходит на пластинке поэма
«Ромиосини» («Греция»), положенная на музыку Микисом Теодоракисом. Рицос
переводит произведения Александра Блока, Владимира Маяковского, Алексея
Толстого, Назыма Хикмета, Николаса Гильена, Аттилы Йожефа и других, готовит
«Антологию чешских и словацких поэтов».
После
военного переворота 1967 года Янниса Рицоса снова ссылают: он содержится в
концлагерях на островах Юра и Лерос, затем в строгой изоляции на острове Самос.
Поэт тайно пересылает во Францию поэтические циклы «Камни, Повторения, Решетка»
и «Восемнадцать напевов горькой родины», которые Микис Теодоракис, проживающий
в то время во Франции, кладет на музыку и исполняет на концертах. В 1973 году
Рицос участвует в студенческих волнениях в Афинском Политехническом
университете («Убитые на месте перед подпольным микрофоном, а голос их все
еще – Братья, Братья...») («Плоть и кровь»). После падения диктатуры поэт
живет в основном в Афинах. В 1974 году поэт пишет «Гимн и плач о Кипре».
Яннис
Рицос отмечен многими международными наградами. В 1970 году провозглашен членом
Академии наук и литературы г. Майнц (Германия), в 1972 награжден Большой
международной премией за поэзию Биеннале «Knokk-le-zout» (Бельгия), в 1975 –
Международной премией имени Георгия Димитрова (Болгария) и Большой премией
имени поэта-романтика Альфреда де Виньи (Франция). Его провозглашают почетным
доктором Салоникского университета. В 1977-1978 гг. поэт награжден
Международной Ленинской премией «За укрепление мира между народами» (СССР) и
провозглашен почетным членом Академии Малларме (Франция) и почетным доктором
Бирмингемского университета (Англия). В 1979 году Рицосу вручена Международная
премия Всемирного Совета Мира. В 1984 поэт провозглашен почетным доктором Лейпцигского
университета, а в 1987 году - Афинского университета. В 1986 кандидатуру Рицоса
выдвигают на получение Нобелевской премии. В 1987 году поэт награжден премией
ООН и золотой медалью мэрии Афин.
11
ноября 1990 года Яннис Рицос умер в Афинах и похоронен на родине, в городке
Монемвасия.
ΜΑΝΟΣ
ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ
Ο Μάνος
Χατζιδάκις (Ξάνθη
23
Οκτωβρίου 1925
– Αθήνα
15
Ιουνίου 1994)
ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες μουσικοσυνθέτες.
Το έργο του θεωρείται πως συνέδεσε τη λόγια με τη λαϊκή μουσική και περιλαμβάνει
δεκάδες ηχογραφήσεις πολλές από τις οποίες αναγνωρίζονται σήμερα ως κλασικές.
Ο Μάνος
Χατζιδάκις γεννήθηκε στην Ξάνθη,
γιος του δικηγόρου Γεωργίου Χατζιδάκι, από τον Μύρθιο Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου
και της Αλίκης Αρβανιτίδου. Σύμφωνα με τον ίδιο κληρονόμησε από τη μητέρα του «όλους
τους γρίφους που από παιδί μ' απασχολούν και μέχρι σήμερα κάνω προσπάθειες να
τους λύσω. Χωρίς τους γρίφους της δεν θα 'μουν ποιητής...». Η μουσική του
εκπαίδευση ξεκινά σε ηλικία τεσσάρων ετών και περιλαμβάνει μαθήματα πιάνου
από την αρμενικής
καταγωγής πιανίστρια Αλτουνιάν. Παράλληλα, εξασκείται στο βιολί
και το ακορντεόν.
Ο
Χατζιδάκις εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα,
με την μητέρα του, το 1932
και έπειτα από το χωρισμό των γονέων του. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1938,
ο πατέρας του πεθαίνει σε αεροπορικό δυστύχημα, γεγονός που σε συνδυασμό με την
έναρξη του Β'
Παγκοσμίου πολέμου επιφέρει μεγάλες οικονομικές δυσχέρειες στην οικογένεια
και αναγκάζει τον Χατζιδάκι να εργαστεί από αρκετά νεαρή ηλικία.
Συγχρόνως
επεκτείνει τις μουσικές του γνώσεις παρακολουθώντας ανώτερα θεωρητικά μαθήματα
με τον Μενέλαο Παλλάντιο, την περίοδο 1940
- 1943,
ενώ ξεκινά και σπουδές Φιλοσοφίας
στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, τις οποίες όμως δεν θα ολοκληρώσει. Την ίδια περίοδο
συνδέεται με άλλους καλλιτέχνες και διανοούμενους, μεταξύ των οποίων ο Νίκος
Γκάτσος, οι ποιητές
Γιώργος
Σεφέρης, Οδυσσέας
Ελύτης, Άγγελος
Σικελιανός και ο ζωγράφος
Γιάννης
Τσαρούχης.
Η πρώτη
εμφάνιση του Χατζιδάκι ως συνθέτη πραγματοποιείται το 1944
με τη συμμετοχή του στο έργο Τελευταίος Ασπροκόρακας του Αλέξη
Σολωμού, στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου
Κουν. Στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης, ο Χατζιδάκις θα παρακολουθήσει και
μαθήματα υποκριτικής, αν και τελικά ο ίδιος ο Κουν θα τον αποτρέψει. Η
συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης θα διαρκέσει περίπου δεκαπέντε χρόνια και
αποφέρει μουσική για σημαντικό αριθμό έργων του σύγχρονου θεάτρου.
Το 1946
καταγράφεται και η πρώτη του εργασία για τον κινηματογράφο,
στην ταινία Αδούλωτοι Σκλάβοι και στα επόμενα χρόνια συνθέτει μουσική
για πολλές ελληνικές ή ξένες ταινίες. Ειδικά για την μουσική της ταινίας Το
ποτάμι (1959)
θα κερδίσει το μουσικό βραβείο του Φεστιβάλ
Θεσσαλονίκης. Το 1950
θα αποτελέσει ιδρυτικό στέλεχος και καλλιτεχνικό διευθυντή του Ελληνικού
Χοροδράματος της Ραλλούς
Μάνου, όπου παρουσιάζει τα τέσσερα μπαλέτα του, Μαρσύας (1950),
Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές (1951),
Το Καταραμένο Φίδι (1951)
και Ερημιά (1958).
Το 1960
του απονέμεται το βραβείο Όσκαρ
για το τραγούδι Τα παιδιά του Πειραιά, από την ταινία του Ζυλ
Ντασέν Ποτέ την Κυριακή, το οποίο συμπεριλαμβάνεται και στα δέκα
εμπορικότερα τραγούδια του 20ού
αιώνα. Ο ίδιος ο Χατζιδάκις, θεωρεί πως η ελαφρά μουσική του για τον
κινηματογράφο του προσδίδει μια «ανεπιθύμητη λαϊκότητα» την οποία δεν
αποδέχεται και φθάνει στο σημείο να αποκηρύξει μεγάλο μέρος της.
Σημαντικός
σταθμός στο έργο του Χατζιδάκι για το θέατρο αποτελεί ακόμα η παράσταση Οδός
Ονείρων (1962)
σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολωμού και πρωταγωνιστή το Δημήτρη
Χορν.
Την
περίοδο 1963-1966
διευθύνει την «Πειραματική Ορχήστρα Αθηνών» – της οποίας είναι και ιδρυτής --
και στο σύντομο χρονικό διάστημα της λειτουργίας της δίνει 20 συναυλίες με
πρώτες παρουσιάσεις δεκαπέντε έργων ελλήνων συνθετών.
Το 1966
ο Μάνος Χατζιδάκις επισκέπτεται την Αμερική
προκειμένου να ανεβάσει στο Broadway με τον Ζυλ
Ντασέν και την Μελίνα
Μερκούρη τη θεατρική διασκευή του Ποτέ την Κυριακή με τον τίτλο Illya
Darling. Κατά την παραμονή του στην Αμερική έρχεται σε επαφή με την
ποπ και ροκ αμερικανική μουσική σκηνή, γεγονός που έχει σαν αποτέλεσμα την
ηχογράφηση του κύκλου τραγουδιών Reflections σε συνεργασία με το
συγκρότημα New York Rock and Roll Ensemble.
Παράλληλα ξεκινά τη σύνθεση λιμπρέτων για τρία μουσικά έργα (Μεταμορφώσεις,
Όπερα για Πέντε, Ντελικανής) ενώ ηχογραφεί και το Χαμόγελο
της Τζοκόντας, ένα από τα περισσότερο γνωστά έργα του.
Το 1972,
επιστρέφει στην Αθήνα
και τον επόμενο χρόνο ιδρύει το μουσικό καφεθέατρο «Πολύτροπο», το
οποίο επιδιώκει, σύμφωνα με τον ίδιο, «μια τελετουργική παρουσίαση του
τραγουδιού, μ' όλα τα μέσα που μας παρέχει η σύγχρονη θεατρική εμπειρία».
Η περίοδος αυτή, μέχρι το τέλος της ζωής του, θεωρείται η περισσότερο ώριμη
στην μουσική του σταδιοδρομία και σηματοδοτείται με την ηχογράφηση του Μεγάλου
Ερωτικού.
Με το
πέρας της στρατιωτικής δικτατορίας διορίζεται «Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής»
της Λυρικής Σκηνής για το διάστημα 1975
- 1977
ενώ την περίοδο 1975
- 1982
αναλαμβάνει καθήκοντα Διευθυντή της Κρατικής Ορχήστρας καθώς και Διευθυντή του
κρατικού ραδιοσταθμού Τρίτο Πρόγραμμα. Η παρουσία του στο Τρίτο Πρόγραμμα
αποτελεί μέχρι σήμερα σημείο αναφοράς και ίσως την ποιοτικότερη περίοδο του
ραδιοσταθμού.
Το 1979
ο Χατζιδάκις καθιερώνει τις «Μουσικές Γιορτές» στα Ανώγεια
της Κρήτης,
που περιλαμβάνουν τοπικούς λαϊκούς χορούς
και τραγούδια. Τον επόμενο χρόνο εγκαινιάζει και τον «Μουσικό Αύγουστο» στο Ηράκλειο,
ένα καλλιτεχνικό Φεστιβάλ με κύριο στόχο την παρουσίαση νέων ρευμάτων τόσο στη
μουσική όσο και στο χορό, τον κινηματογράφο, τη ζωγραφική και το θέατρο. Την
περίοδο 1981
- 1982
διοργανώνει επίσης τους «Μουσικούς Αγώνες» στην Κέρκυρα,
ένα μουσικό διαγωνισμό για νέους Έλληνες συνθέτες.
Αξιοσημείωτη
είναι και η συμμετοχή του στην έκδοση του πολιτιστικού περιοδικού Το Τέταρτο
(1985
- 1986),
το οποίο καταγράφει τα καλλιτεχνικά και κοινωνικά δρώμενα μέσα από τις
πολιτικές τους διαστάσεις. Παράλληλα, συστήνει το 1985, την ανεξάρτητη
δισκογραφική εταιρεία «Σείριος», η οποία λειτουργεί μέχρι σήμερα.
Στα
τέλη του 1989
ο Χατζιδάκις ιδρύει την «Ορχήστρα
των Χρωμάτων» με σκοπό να παρουσιάσει έργα που συνήθως δεν καλύπτονται από
τις συμβατικές συμφωνικές ορχήστρες. Ο ίδιος ο Χατζιδάκις διηύθυνε την ορχήστρα
μέχρι το τέλος της ζωής του δίνοντας συνολικά είκοσι συναυλίες και δώδεκα
ρεσιτάλ ελληνικού και διεθνούς ρεπερτορίου. Το 1991,
σε συνεργασία με τον Δήμο Καλαμάτας διοργανώνει επίσης τους «Πρώτους Αγώνες
Ελληνικού Τραγουδιού Καλαμάτας».
Πέθανε
στις 15
Ιουνίου του 1994
και ετάφη στην Παιανία.
МАНОС
ХАТЗИДАКИС
Музыкальное
наследие Маноса Хатзидакиса (23 октября 1925 г. – 15 июня 1994 г.)., сочетающее
элементы академической и народной музыки, включает десятки записей, многие из
которых уже сейчас считаются классикой.
Манос
Хатзидакис родился в Ксанти, в семье адвоката Йоргоса Хатзидакиса и Алики
Арванитиду. От матери Хатзидакис, по его собственным словам, унаследовал
«все те загадки, которые занимали его с младенческих лет, и которые он пытается
решить до сих пор… Без которых он никогда не стал бы созидать». Его музыкальное
образование началось с четырехлетнего возраста, когда он стал брать уроки
фортепиано у пианиста армянского происхождения Алтуняна. Помимо этого он
практиковался в игре на скрипке и аккордеоне.
В 1932
г., после развода родителей, он вместе с матерью обосновался в Афинах.
Несколько лет спустя, в 1938 г., его отец погиб в авиакатастрофе. По этой
причине, а также из-за начала Второй мировой войны, семья Маноса Хадзитакиса
оказалась в стесненных финансовых условиях, и в довольно раннем возрасти ему пришлось
выйти на работу.
В то же
время, в 1940-43 гг. ему удалось расширить свои познания в области музыки,
посещая лучшие в то время музыкальные занятия под руководством Менелаоса
Паллантиоса, а также начать изучение философии в Афинском университете, который,
однако, он так и не закончил. В тот же период он стал общаться с другими
художниками и интеллектуалами, среди которых были Никос Гацос, поэты Йоргос
Сеферис и Одиссеас Элитис, Ангелос Сикелианос и художник Яннис Царухис.
Дебют
Хатзидакиса в качестве композитора состоялся в 1944 г., когда он принял участие
в постановке «Последний белый ворон» Алексиса Соломоса в Художественном театре
Каролоса Куна. В Художественном театре он также посещал занятия по актерскому
мастерству, однако сам Кун отговорил его от актерской карьеры. Его
сотрудничество с этим театром растянулось почти на 15 лет и подарило миру
музыку ко многим современным театральным постановкам.
Начиная
с 1946 г. он надолго связал свою с судьбу с кинематографом, записав музыку к
фильму «Непокоренные рабы». В последующие годы он стал автором музыкального
сопровождения ко множеству греческих и зарубежных фильмов. Особенно следует
отметить его музыку к фильму «Река» (1959), которая была удостоена награды на
фестивале в Салониках. В 1950 г. он стал одним из основателей и художественным
руководителем «Греческого балета» Раллу Ману, где участвовал в четырех
постановках: «Марсий» (1950), «Шесть народных картин» (1951), «Проклятый змей»
(1951) и «Одиночество» (1958).
В 1960
г. он получил «Оскара» за песню «Дети Пирея» из фильма Жюля Дассена «Никогда в
воскресенье», которая вошла в десятку самых коммерчески успешных песен XX века.
Сам же Хадзидакис считал, что легкая для восприятия музыка для кинематографа
дала ему лишь «ненужную популярность» и фактически отрекся от своих
произведений в этом жанре…
Важной
вехой в театральном творчестве Хатзидакиса стал спектакль «Дорога грез» (1962)
с Димитрисом Хорном в главной роли, поставленный Алексисом
Соломосом.
В
1963-1966 гг. он руководил Афинским экспериментальным оркестром, который сам же
основал, и за непродолжительный период его существования дал 20 концертов, на
которых впервые были представлены 15 произведений греческих композиторов.
В 1966
г. Манос Хатзидакис отправился в изгнание в США, где вместе с Жюлем Дассеном и
Мелиной Меркури написал театральную адаптацию фильма «Никогда в воскресенье»
под названием «Дорогая Илия». Во время своего пребывания в США он работал с
музыкантами американской поп- и рок-сцены, и это сотрудничество увенчалось
записью цикла песен Reflections (=«Размышления») совместно с музыкальным
коллективом New York Rock and Roll Ensemble. Также он возобновил
сочинение либретто к трем операм («Метаморфозы», «Опера для пяти»,
«Красавец»).
В 1972
г. он возвращается в Афины, а в следующем году создает театр-кафе «Политропо»,
цель которого – «торжественное представление песни, всеми доступными
средствами, которые нам предлагает имеющийся на сегодняшний день театральный
опыт». Этот период, продлившийся до конца жизни Хатзидакиса и считающийся самым
зрелым в его музыкальной карьере, ознаменовался композицией Magnus
Eroticus.
После
падения военной диктатуры в 1975-1977 он исполняет обязанности генерального
директора Оперного оркестра, а затем в 1975-1982 гг. возглавляет Национальный
оркестр и является директором государственной радиостанции «Третья программа».
В период его руководства эта радиостанция достигает своего наивысшего
расцвета.
В 1979 г.
В Аногии (о. Крит) Хатзидакис представил программу «Музыкальные праздники», в
которую вошли местные народные танцы и песни. В следующем году в Ираклионе он
организует «Музыкальный август» – художественный фестиваль, призванные показать
новые течения в кинематографе, изобразительном искусстве и театре. В 1981-1982
гг. он также организует «Музыкальные состязания» на Керкире – музыкальный
конкурс для молодых композиторов.
Заслуживает
также упоминания его участие в издании журнала «То Тетарто» (=«Четверть»), в
котором представлены художественные и общественные мероприятия и их
политический контекст. Параллельно в 1985 г. он создает звукозаписывающую
компанию «Сириус», которая работает и по сей день.
В конце
1989 г. Хатзидакис основал «Оркестр цветов» для представления тех сочинений,
которые обычно не включены в репертуар симфонических оркестров. Сам Хатзидакис
руководил оркестром до последних дней своей жизни, дав в общей сложности 20
концертов и 12 сольных выступлений с греческими и международными произведениями.
В 1991, совместно с городским муниципалитетом, организовал также Первый конкурс
греческой песни в Каламате.
Манос
Хатзидакис скончался 15 июня 1994 г. и погребен в Пеании.
Υλικό
από την βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Материал
взят из Википедии.
ГРЕЧЕСКИЙ
КУЛЬТУРНЫЙ
ЦЕНТР ΚΕΝΤΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Москва,
Алтуфьевское шоссе,
44 Altufyevskoe shosse,
44, office No 9,
2nd floor
офис № 9, 2 этаж 127566 Moscow,
Russia
Тел.: 7084809 – Тел./Факс: 7084810 Tel.: +7 495 7084809; Tel./Fax: +7 495 7084810
e-mail: hcc@mail.ru info@hecucenter.ru
skype:
hellenic.cultural.center
facebook: http://www.facebook.com/Hecucenter
vkontakte: http://vk.com/hecucenter
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου